Οι πραγματικοί εθνικοί στόχοι είναι διαχρονικοί και υπερκομματικοί

Tου Απόστολου Κρυωνίδη από την Κυριακάτικη Kontranews

Στις 3 Σεπτεμβρίου στο ΠΑΣΟΚ γιορτάσαμε τα 46 χρόνια από την ίδρυσή του από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η ιδρυτική διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του 1974 αποτελεί ένα κείμενο εξαιρετικά φορτισμένο από την ανάγκη άμεσης αποκατάστασης των εθνικών πληγών που προκάλεσε το στρατιωτικό καθεστώς της χούντας και ειδικά της εθνικής τραγωδίας με την εισβολή και τη διχοτόμηση της Κύπρου, που δεν απετράπη, παρά τη συμμετοχή της χώρας μας στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα έθετε τους ριζοσπαστικούς στόχους για την απελευθέρωση των κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων της πατρίδας μας μέσα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ενεργό λαϊκή παρουσία στη διαμόρφωση του μέλλοντος της χώρας μας.

Ένας νέος ίσως να έκρινε άσκοπο να διαβάσει -ή ένας πρεσβύτερος να ξαναδιαβάσει- το κείμενο της διακήρυξης προεξοφλώντας ως παρωχημένο ένα σοσιαλιστικό μανιφέστο γραμμένο πριν από σχεδόν μισό αιώνα. Τα διακυβεύματα σήμερα φαίνονται διαφορετικά. Οι προκλήσεις φαίνεται να έχουν άλλο χαρακτήρα καθώς, παράλληλα με την μεταπολιτευτική περίοδο σε εθνικό επίπεδο, η παγκοσμιοποίηση σε υπερεθνικό επίπεδο διαμόρφωσε ένα κόσμο πολύ πιο συνδεδεμένο και σύνθετο σε όλα τα επίπεδα. Επίσης τα τελευταία χρόνια συντελείται μια τεχνολογική επανάσταση που αναδιαμορφώνει τα διεθνή πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα με τρόπο ταχύτερο από ποτέ.

Είναι όμως εν τέλει οι στόχοι της διακήρυξης για «εθνική ανεξαρτησία», «λαϊκή κυριαρχία», «κοινωνική απελευθέρωση», «δημοκρατική διαδικασία» πράγματι ανεπίκαιροι;

Η απάντηση είναι προφανώς όχι. Οι στόχοι αυτοί έχουν αποκτήσει νέο περιεχόμενο για όλους τους Έλληνες, μετά από δέκα χρόνια, εξευτελιστικής σε πολλές περιπτώσεις, οικονομικής επιτροπείας, η οποία συνεχίζεται σε πιο ελαφριά μορφή, ενώ παράλληλα η δημόσια περιουσία είναι νομικά υποθηκευμένη για 99 έτη δια του Υπερταμείου. Η ανεξαρτησία, η απελευθέρωση, η λαϊκή κυριαρχία και η Δημοκρατία παραμένουν ζητούμενο, όταν όλες οι μείζονες αποφάσεις οικονομικού χαρακτήρα των ελληνικών κυβερνήσεων τυγχάνουν αξιολόγησης και έγκρισης από τους πιστωτές μας, παρόλο που η επιτροπεία φαίνεται να χαλαρώνει μερικώς, λόγω της πανδημίας Covid-19.

Παράλληλα σε επίπεδο γεωπολιτικό, για ακόμη μια φορά, ούτε η συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ ούτε το διεθνές δίκαιο προσφέρουν επαρκή προστασία απέναντι σε ένα γείτονα που επικαλείται απροκάλυπτα το «δίκαιο του ισχυρού».

Υπάρχουν διδάγματα της ιστορίας τα οποία μπορούμε να αξιοποιήσουμε; Τουλάχιστον ένα προκύπτει αβίαστα. Δεν πρέπει να είμαστε διχασμένοι στα μείζονα εθνικά ζητήματα. Η διχαστική Χούντα δεν κατάφερε να αποτρέψει και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε στη διχοτόμηση της Κύπρου. Η έλλειψη στοιχειώδους συνεννόησης σε επίπεδο πολιτικό είχε αποτέλεσμα να χρειαστεί η Ελλάδα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, έναντι ενός που χρειάστηκαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σήμερα έχουμε απέναντι μας μια Τουρκία πιο διχασμένη από ποτέ, στην οποία το 2016 έγινε απόπειρα πραξικοπήματος και η οποία πλέον αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στην οικονομία της πέρα από την επίδραση της πανδημίας του Covid-19. Παράλληλα έχουμε ένα δεσποτικό ηγέτη, που διακατέχεται εμφανώς από το σύνδρομο του «Σουλτάνου», ο οποίος διεξάγει ακόμα ένα ανελέητο κυνήγι εξόντωσης των αντιπάλων του και ο οποίος παίρνει υψηλά ρίσκα για να αναχαιτίσει τη συνεχή πτωτική πορεία της δημοφιλίας του. Εμείς πρέπει να αντιπαραβάλουμε μια εθνική στρατηγική υψηλής δημοκρατικής νομιμοποίησης, με κόκκινες γραμμές και συγκεκριμένες εξουσιοδοτήσεις για δράση σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, ανάλογα με την κλιμάκωση των προκλήσεων.

Από την άλλη, οι σύμμαχοί μας στηρίζουν τις θέσεις μας στο βαθμό που αυτό δεν διαταράσσει τις γεωοικονομικές τους σχέσεις με τη 19η μεγαλύτερη οικονομία και 17η σε πληθυσμιακό μέγεθος χώρα του πλανήτη. Σε αυτό το επίπεδο χρειάζεται μια εθνική απόφαση ότι πρέπει να πάψουμε να θεωρούμαστε δεδομένοι. Πρέπει να ασκήσουμε το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε μείζονες αποφάσεις της ευρωπαϊκής και της ευρωατλαντικής συμμαχίας, όταν αυτό θα καταστεί αναγκαίο. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό αν η γραμμή μιας Κυβέρνησης πρόκειται να αλλάξει από την επόμενη χωρίς συνεννόηση.

Τέλος και στο επίπεδο της οικονομίας απαιτείται η συνδιαμόρφωση με διάλογο και συνεισφορά όλων των πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή και όλων των κοινωνικών εταίρων μέσω της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής των στόχων και των εκτελεστικών σχεδίων που θα επιτρέψουν στη χώρα να ανακάμψει πλήρως και με ταχύ ρυθμό από τη βαθιά ύφεση στην οποία μας βυθίζει η πανδημία.

Παράλληλα πρέπει να καταρτιστεί ένα μακρόπνοο σχέδιο για το πώς η χώρα μας θα μπει και θα διατηρηθεί στην ομάδα των χωρών, όπου συντελείται αυτή τη στιγμή η 4η βιομηχανική επανάσταση.

Διαφορετικά οι πολυδιαφημισμένοι πόροι του «Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης» θα επιστραφούν στο μεγαλύτερο
μέρος τους στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, ως αγορές κεφαλαιουχικών αγαθών και εξειδικευμένων υπηρεσιών και ό,τι περισσέψει θα κατασπαταληθεί προς όφελος της παρασιτικής επιχειρηματικότητας που ευδοκιμεί γύρω από το ΕΣΠΑ και τους υπόλοιπους δημόσιους πόρους.

Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έως σήμερα αποφάσισε να διαχειριστεί τα ανωτέρω ζητήματα απορρίπτοντας την ιδέα της συνεννόησης ακόμα και για τα μείζονα εθνικά ζητήματα, ξεχνώντας το πάγιο αίτημα της, ως αξιωματική αντιπολίτευση τα προηγούμενα χρόνια, για στοιχειώδη εθνική συνεννόηση στα εθνικά ζητήματα και ειδικά στο Μακεδονικό, ενόψει τότε της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Επιπλέον, η έλλειψη στρατηγικής σε πολλά κρίσιμα μέτωπα της πανδημίας, όπως η στήριξη της εργασίας, η λειτουργία του νευραλγικού τουριστικού κλάδου, η λειτουργία των σχολείων και η διενέργεια τεστ στον ευρύ πληθυσμό αποπνέει έντονα το δόγμα «βλέποντας και κάνοντας». Η έλλειψη σχεδίου υποκρύπτεται πίσω από μια επικοινωνιακή στρατηγική ανάδειξης της «δήθεν» διαχειριστικής επάρκειας σε σχέση με την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που όντως έβαλε τον πήχη πολύ χαμηλά σε πάρα πολλά πεδία.

Το «σχέδιο Πισσαρίδη» στην παρούσα του μορφή ήταν επιεικώς απογοητευτικό. Αλλά πέρα από τη βελτίωσή του, ένα τέτοιο σχέδιο για να καταστεί πραγματικά εθνικό και να μην υποβιβαστεί και αυτό σε μια έκθεση ιδεών άνευ ουσίας όπως αντίστοιχα κείμενα πολιτικής στο παρελθόν, πρέπει να τύχει της μεγαλύτερης δυνατής δημοκρατικής και κοινωνικής νομιμοποίησης.

Είναι καιρός να κατανοήσει η Νέα Δημοκρατία ότι οι πραγματικοί εθνικοί στόχοι είναι διαχρονικοί και υπερκομματικοί. Η εθνική ανεξαρτησία, η κοινωνική απελευθέρωση και οι σύγχρονες δημοκρατικές διαδικασίες είναι τόσο πάνδημα όσο και επίκαιρα αιτήματα. Αν θέλει η Κυβέρνηση να τα υπηρετήσει ειλικρινά, θα πρέπει να επιδιώξει ένα minimum εθνικής συνεννόησης. Αλλιώς φέρει την αποκλειστική ευθύνη των επιλογών της σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

* Αναπληρωτής Γραμματέας του Τομέα Οικονομικών του Κινήματος Αλλαγής, οικονομολόγος και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή