EΙλικρινΑ ἀπορῶ. Μὲ τέτοιο ἱστορικὸ παρελθὸν πονηριᾶς καὶ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ ξεγελάσουμε τοὺς «ἑταίρους» μας στὴ διανομὴ τοῦ ἐπιδόματος στοὺς μικροσυνταξιούχους γιὰ νὰ ἀχνογελάσει τὸ χείλι τους τὶς μέρες τῶν ἑορτῶν; Ὁ Ὀδυσσέας, ποὺ θεωρεῖται ὁ ἀκραιφνέστερος τύπος Ἕλληνα, θὰ ντρεπόταν γιὰ λογαριασμὸ μας. Τὸ ὄνομὰ του, ἀπὸ τὸ ρῆμα ὀδύσσομαι, σημαίνει: ὁ εἰς ὀργὴν ὑποκείμενος. Αὐτὸς ποὺ ἀντιμετωπίζει τὴν ἔχθρα, τὸ μῖσος ἀκόμη καὶ θεϊκῶν στοιχείων. Ὡστόσο, χάρη στὴν πονηριὰ του κατόρθωσε ὄχι μόνο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τοῦ Κύκλωπα ἀλλὰ νὰ τοῦ βγάλει τὸ μοναδικὸ μάτι. Καὶ ἀκόμη μὲ τὸ περίφημο «Οὖτις» μπόρεσε νὰ ξεγελάσει καὶ τοὺς λοιποὺς Κύκλωπες ποὺ πίστεψαν ὅτι κανεὶς δὲν ἔβλαψε τὸν στενάζοντα σύντροφό τους. Ἀπορῶ, λοιπὸν, οὔτε ἕνα ἐπιδοματάκι δὲν μπορούσαμε νὰ δώσουμε κρυφά; Τόσο πολύ μᾶς ἔδεσαν σφικτά; Ἐδῶ ἐπί Τουρκοκρατίας μπορούσαμε νὰ ξεγελᾶμε ὁλόκληρη Τουρκιὰ καὶ σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ ξεγελᾶμε τὴν Κουτοφραγκιὰ; Ντροπὴ! Θὰ μοῦ πεῖτε ὅτι ἡ πολὺ ἐξυπνάδα, ἡ πονηριὰ καὶ ἡ κατεργαριὰ μᾶς φάγανε. Ἀλλ’ ἄς τὸ δοῦμε καὶ διαφορετικά.
Πρὸ καιροῦ διάβαζα σὲ μιὰ ἐφημερίδα, ποὺ μοῦ ἔρχεται τακτικὰ καὶ μὲ μορφώνει περὶ τὰ «βλαχικὰ», τὴν «Ὡραία Σαμαρίνα», ἕνα διδακτικὸ κείμενο ποὺ ἀξίζει νὰ μελετηθεῖ ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς μας. Τὸ κείμενο ἐπιγράφεται «Οἱ κολτζῆδες». Γιὰ τοὺς μὴ γιγνώσκοντας σημειώνουμε ὅτι στὰ τουρκικὰ κολτζῆς σημαίνει ὁ φρουρὸς, ὁ φύλακας καὶ σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο ὁ τελωνοφύλακας. Αὐτοὶ οἱ κολτζῆδες στὴν τουρκοκρατούμενη Ἤπειρο ὑποχρέωναν τοὺς βλαχοποιμένες –καὶ ὄχι μόνον αὐτοὺς– νὰ ἀνοίξουν τὶς ταμπακιέρες τους γιὰ νὰ δοῦν, ἄν ἔχει μέσα λαθραῖο καπνό. Διότι ἦταν ὑποχρεωτικὸ οἱ πάντες νὰ ἀγοράζουν καπνό σὲ σφραγισμένα πακέτα τοῦ τουρκικοῦ μονοπωλίου (Regie), ποὺ, ὅμως κόστιζε ἀκριβά. Τὴν ἄνοιξη κάθε χρονιᾶς, ποὺ οἱ Σαμαρινιῶτες ποιμένες ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χειμαδιὰ καὶ ξαναγύριζαν στὸ χωριὸ τους ἔκαναν γενναῖες προμήθειες λαθραίου καπνοῦ, ποὺ εἶχε ἐξαιρετικὸ ἄρωμα ἀπὸ τὸ χωριὸ Βλαχογιάννι. Ἀλλ’ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ γέφυρα τοῦ Προυσιάνου, κοντὰ στὰ Γρεβενὰ καὶ νὰ ὑποστοῦν τὸν ἔλεγχο τῶν κολτζήδων. Ἐπίσης ἔλεγχο θὰ ἔκανε καὶ ὁ μουλιαζίμης στὸν ἀριθμὸ τῶν αἰγοπροβάτων γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ἀνάλογο «τζελέπι» (ἕνα γρόσι τὸ κεφάλι). Οἱ Σαμαρινιῶτες, γιὰ νὰ ξεφύγουν –τουλάχιστον ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ καπνοῦ– σκαρφίστηκαν τὴν ἑξῆς πονηρία. Γέμιζαν μικρὰ τουλούμια μὲ λαθραῖο καπνὸ καὶ τὰ ἔδιναν στὶς γυναῖκες τους ποὺ πήγαιναν καβάλα στὸ ἄλογο. Αὐτὲς τὸ τύλιγαν μ’ ἕνα «χράμι», τὸ ἔβαζαν στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸ ταχτάριζαν σὰν μωρὸ γιὰ νὰ μὴν κλαίει.
Ἔτσι περνοῦσαν τὴ γέφυρα τοῦ Προυσιάνου ἀνενόχλητοι. Οἱ κολτζῆδες δὲν ἔκαναν ἔλεγχο στὶς γυναῖκες, ἀφοῦ ἡ θρησκεία τους ἀπαγορεύει νὰ τὶς κοιτάξουν ἀκόμη καὶ στὰ μάτια. Μιὰ χρονιὰ ὅμως οἱ Σαμαρινιῶτες τὸ παράκαναν. Πέρασαν πάνω ἀπὸ τριάντα γυναῖκες μὲ «μωρὰ» στὴν ἀγκαλιά. Ὁ μουλιαζίμης κάτι ὑποψιάστηκε καὶ κάλεσε τὸν ἀρχιτσέλιγκα νὰ δώσει ἐξηγήσεις: «Μά τζάνουμ, ὅλες οἱ γυναῖκες σας γέννησαν τώρα τὴν ἄνοιξη;». Καὶ ὁ ἀρχιτσέλιγκας τοῦ ἔδωσε μιὰ ἄκρως πειστική ἀπάντηση:
-«Τὶ νὰ σοῦ πῶ, μωρέ ἐφέντη μου, ἐμεῖς οἱ Βλάχοι τὰ πιάνουμε τὰ παιδιὰ τὸ καλοκαίρι στὴ Σαμαρίνα μὲ τὸ καλὸ τὸ κλῖμα καὶ τὰ κεμπάπια γιὰ νὰ γεννηθοῦν τὴν ἄνοιξη, νὰ τὰ πάρουμε στὴ Σαμαρίνα στὰ κρύα νερὰ καὶ νὰ μὴ τὰ τρῶνε τὰ κουνούπια στὸν κάμπο».
«Τὸ ’χαψε ὁ Μουλιαζίμης», γράφει ὁ «πολὺ» παλαιὸς Σαμαριναῖος, ποὺ δὲν εἶχε ντοκτορὰ καὶ κόντρα ντοκτορά, ὅπως οἱ τωρινοὶ διαχειριστὲς τῶν οἰκονομικῶν μας. Καὶ διερωτῶμαι, μήπως, ὅταν θὰ μπεῖ τὸ καλοκαίρι, εἶναι σκόπιμο νὰ στείλουμε τοὺς νῦν καὶ τοὺς μέλλοντες διαχειριστὲς τῶν οἰκονομικῶν μας γιὰ διακοπὲς στὴν ὡραία Σαμαρίνα; Ἴσως ἐκεῖ μάθουν περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔμαθαν σὲ κάποια φημισμένα πανεπιστήμια.
www.sarantoskargakos.gr