Ηταν ο τελευταίος εκείνης της «δρακογενιάς», της γενιάς που «ενηλικιώθηκε» στα δίσεκτα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης.
Της γενιάς, που υποχρεώθηκε και μετά το τέλος της παγκόσμιας σφαγής, να παλεύει για τα αυτονόητα. Που δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα. Από τη σκοτεινιά της κατοχής, στη φρίκη του Εμφυλίου, στα «καυδιανά δίκρανα» του παρακράτους και των διώξεων. Μετά, πριν προλάβουν να πάρουν ανάσα, δεσμώτες στα κάτεργα της δικτατορίας.
Ο Μανόλης Γλέζος πέρασε ολόκληρη αυτή την περίοδο, στην «κόψη του ξυραφιού». Καταζητούμενος και καταδικασμένος ερήμην σε θάνατο, για το κατέβασμα-μαζί με το Λάκη Σάντα-της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη. Αλλά και μετά, με συλλήψεις και καταδίκες, ακόμη και σε θάνατο, για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Κρατούμενος επί 4,5 χρόνια, στην περίοδο της δικτατορίας. Ελεύθερος πια μετά τη Μεταπολίτευση, δεν έσπευσε, όπως πολλοί άλλοι, να εξαργυρώσει τις περγαμηνές του, αλλά επέμεινε μέχρι τέλους γι` αυτά που πίστευε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο αγώνας του για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Για τις οποίες έγραψε και βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Και ένα μάρκο να ήταν».