Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Οι σχέσεις μεταξύ της εκκλησίας και του κράτους μεταβάλλονται ανάλογα με τις εποχές. Το ειδωλολατρικό κράτος ήταν στα μάτια της πρώτης εκκλησίας το θηρίο της Αποκάλυψης, το φέρον «τα διαδήματα
και επί τας κεφαλάς αυτού τα ονόματα της βλασφημίας». Η στάση της εκκλησίας απέναντι στο κράτος ήταν τότε αδιάλλακτη, εσχατολογική διότι οι χριστιανοί πίστευαν ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου», όμως σε λίγο θα έχουν τελειώσει όλα. Η μετάβαση από την εσχατολογική στην ιστορική αντίληψη παρατηρείται ήδη στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, κυρίως στο 130 κεφάλαιο στην προς Ρωμαίους επιστολή, όπου αντιμετωπίζοντας την εξουσία του Νέρωνα, διακηρύσσει την αρχή: «ουκ έστιν εξουσία ει μη από Θεού» (Ρωμ. 13,1) και όπου παραδέχεται τη θετική αξία του κράτους για την ιστορική πορεία της Βασιλείας του Θεού.
Εν τούτοις οι σχέσεις μεταξύ εκκλησίας και κράτους παρέμειναν εντελώς εξωτερικές αφού το ρωμαϊκό κράτος ήταν ειδωλολατρικό. Όμως, όταν η εξουσία στο πρόσωπο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου υποκλίθηκε μπροστά στο Σταυρό, η κατάσταση άλλαξε. Η εκκλησία πλησίασε το κράτος και συμμερίστηκε τα πεπρωμένα του. Αυτή η προσέγγιση έγινε φανερή με τη θέση που πήρε ο αυτοκράτορας μέσα στην εκκλησία.
Όταν ο αυτοκράτορας έγινε χριστιανός ηγεμόνας, η εκκλησία του έδωσε το χρίσμα της, τον γέμισε με δώρα και αγάπησε τον κεχρισμένο της, όχι σαν αρχηγό του κράτους αλλά σαν εκείνον που φέρει ειδικό χάρισμα της βασιλείας, σαν το νυμφίο της, σαν αντιπρόσωπο του ίδιου του Χριστού. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε ειδική θέση μέσα στην οργάνωση της εκκλησίας. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια αυτή τη θέση, γιατί το αυτοκρατορικό λειτούργημα είχε πολλές έννοιες.
Από το ένα μέρος ο αυτοκράτορας απολάμβανε τιμές σαν φορέας ειδικού χαρίσματος, από το άλλο μέρος αντιπροσώπευε μέσα στην εκκλησία το λαό, το λαϊκό στοιχείο, το εκλεκτό έθνος. το «βασίλειον ιεράτευμα». Ο αυτοκράτορας σαν κάτοχος της εξουσίας, ήταν ο πρώτος διάκονος της εκκλησίας. Στο πρόσωπό του το κράτος είχε στεφθεί με το σταυρό.
Ο μέγας Κωνσταντίνος θεωρούσε τον εαυτό του «επίσκοπο των έξω». Στη φράση αυτή, ο όρος επίσκοπος χρησιμοποιήθηκε με την έννοια που είχε η λέξη στους αποστολικούς χρόνους, δηλαδή του επόπτη των οικονομικών και διοικητικών υποθέσεων της κοινότητας. Στην πραγματικότητα η επίδραση του αυτοκράτορα μέσα στην εκκλησία ήταν ανάλογη με τη δύναμή του. Μπορούσε να εξασκεί μεγάλη επιρροή πάνω στην εκκλησία.
Συγκαλούσε και προήδρευε στις Οικουμενικές Συνόδους, πράγμα που δεν είχε προκαλέσει ποτέ αντιρρήσεις σε Ανατολή και Δύση.
Οι σχέσεις μεταξύ της εκκλησίας και του κράτους ήταν αρχικά θεμελιωμένες στη «συμφωνία», δηλαδή την αμοιβαία συνεργασία των δύο μερών. Το κράτος αναγνώριζε τους εκκλησιαστικούς κανόνες σαν τον εσωτερικό νόμο της εκκλησίας και από την πλευρά της η εκκλησία αναγνώριζε την εξουσία και τα δικαιώματα του κράτους. Αυτό δεν είναι ο λεγόμενος καισαροπαπισμός, με τον οποίο το εκκλησιαστικό πρωτείο περιέρχεται στον αυτοκράτορα.
Ο καισαροπαπισμός ήταν πάντοτε μια παρέκκλιση, μια κατάχρηση που ποτέ δεν αναγνωρίστηκε δογματικά ή κανονικά. Οι «συμφωνικές σχέσεις» μεταξύ της εκκλησίας και του κράτους είχαν σαν αποτέλεσμα να διευθύνει ο αυτοκράτορας όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής ζωής.
Ωστόσο, η εκκλησία απέδιδε μεγάλη αξία στη συμμαχία της με το κράτος, πολύ περισσότερο όταν το κράτος αυτό υπηρετούσε την εκκλησία.
Ο αυτοκράτορας ήταν το σύμβολο της βασιλείας του Θεού επί της γης. Όταν έπεσε το Βυζάντιο, ο ορθόδοξος αυτοκράτορας είχε ήδη ένα διάδοχο στο πρόσωπο του τσάρου της Ρωσίας. Ο τσάρος είχε φορέσει το βυζαντινό στέμμα και είχε αρχίσει να θεωρείται άμεσος συνεχιστής της ορθόδοξης αυτοκρατορίας. Στη Ρωσία, στη νεότερη εποχή, η έννοια του τσάρου δεν ήταν τόσο απλή και τόσο ευκολονόητη όσο υπήρξε η έννοια του αυτοκράτορα στο Βυζάντιο. Από την εποχή του μεγάλου Πέτρου ο όρος αυτός αναμίχθηκε με λουθηρανικά στοιχεία για το πρωτείο του μονάρχη μέσα στην εκκλησία.
Η έννοια αυτή, ψεύτικη και απαράδεκτη για την εκκλησία, διαπότισε – με ορισμένους αναγκαίους περιορισμούς φυσικά – τους βασικούς νόμους της πολιτείας, αλλά ποτέ δεν διακηρύχθηκε σα νόμος της εκκλησίας. Τα διάφορα στοιχεία του καισαροπαπισμού που παρουσιάστηκαν δεν ήταν παρά καταχρήσεις της εξουσίας που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της εκκλησίας σε ένα διοικητικό κλάδο, σε «υπουργείο ορθόδοξης ομολογίας».
Παρά τις καταχρήσεις αυτές η ιδέα του ορθόδοξου αυτοκράτορα και η θέση του μέσα στην εκκλησία έμεναν όπως ήταν και δεν είχαν τίποτε το κοινό με τη μεταβολή του αυτοκράτορα σε Πάπα, με τον καισαροπαπισμό. Η ορθόδοξη εκκλησία ήθελε να επηρεάσει όσο μπορούσε περισσότερο την κρατική εξουσία εκ των έσω και όχι εκ των έξω.
Η ρωμαϊκή θεωρία για τα δύο ξίφη, σύμφωνα με την οποία ο Πάπας εγκαθιδρύει τους μονάρχες με τον καθαγιασμό και τους ανατρέπει με τον αφορισμό ως τον 17ο αιώνα – είναι δηλαδή κατά τη θεωρία αυτή ο ανώτατος διανεμητής κάθε δημόσιας εξουσίας – , κάτι που δεν επικράτησε ποτέ στην ορθοδοξία.