Η διαχείριση των μεγάλων προεκλογικών λόγων όταν έρχεται η ώρα των μετεκλογικών διαψεύσεων προφανώς και δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν υπήρξε εύκολη υπόθεση ποτέ και για κανέναν –αν και μόνο ένας είχε την δημοκρατική ευαισθησία να ζητήσει νέα εντολή, αλλά αυτό είναι άλλη, μεγάλη κουβέντα.
Επιστροφή, λοιπόν, στο προκείμενο: είναι αυτονόητο πως κάθε κυβίστηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μακεδονικό θα πλημμυρίζει με αμηχανία τόσο το Μέγαρο Μαξίμου, όσο και το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Εξάλλου, προεκλογικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης λαΐκισε όσο δεν έπαιρνε για το συγκεκριμένο θέμα: έκανε ότι δεν έβλεπε τους χρυσαυγίτες στα συλλαλητήρια, κάλυψε δια της σιωπής ακόμη και ευθέως αντιδημοκρατικά συνθήματα του τύπου «η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία», ακύρωσε όσα έλεγε ο ίδιος αλλά και την εθνική γραμμή που είχε χαραχτεί επί Καραμανλή, ενώ ταυτοχρόνως έφτασε στο σημείο να επιστρατεύσει καφενειακού τύπου «ψεκασμένες» θεωρίες συνωμοσίας, ότι δήθεν ο Τσίπρας «πούλησε τη Μακεδονία για τις συντάξεις».
Και μετά ήρθαν οι κάλπες. Και η επώδυνη πρόσκρουση στην πραγματικότητα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετακινήθηκε από το «όχι» στις Πρέσπες στην… γραμμή περί «αυστηρής τήρησής της». Ταυτοχρόνως, ο πρωθυπουργός διαβεβαίωνε ότι «δεν απεμπολεί το δικαίωμα στο βέτο», προκειμένου να λυθούν οι εκκρεμότητες των Πρεσπών, όπως τα σχολικά βιβλία, ορισμένες εναπομείνασες ταμπέλες, τα εμπορικά σήματα κ.α. Ωστόσο, την περασμένη Πέμπτη, στις Βρυξέλλες, δήλωσε υπέρ της ενταξιακής πορείας της Βόρειας Μακεδονίας –και καλά έκανε, προφανώς- ξεχνώντας τον Μακεδονικό χαλβά, τα σχολικά βιβλία και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Και μετά ήρθε το γαλλικό βέτο. Που στήριξαν η Δανία και η Ολλανδία. Το βέτο που ανοίγει το κουτί της Πανδώρας στα Βαλκάνια και δημιουργεί νέες απαιτήσεις για την κυβέρνηση και την Ελλάδα. Το βέτο μέσω του οποίου το «όνειρο της Ευρώπης» αρχίζει να «θαμπώνει» για όλες τις χώρες των Βαλκανίων και που θέτει την ευρύτερη περιοχή σε τροχιά αποσταθεροποίησης. Ήδη, στην Βόρεια Μακεδονία άνοιξε ο εκλογικός ασκός του Αιόλου, με τον Ζόραν Ζάεφ να επιδιώκει νομιμοποίηση από τους πολίτες, αφού είχε συνδέσει την πολιτική του με την ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., αλλά οι Βρυξέλλες τον «άδειασαν».
Κατόπιν αυτών, το μόνο βέβαιο είναι ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα δοκιμαστεί σοβαρά. Στις εκλογές –και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτό το ξέρει καλά- λέγεται και καμία κουβέντα παραπάνω. Ως εκ τούτου, το εθνικιστικό VMRO προφανώς και θα εργαλειοποιήσει την αντίθεσή του στις «Πρέσπες» προς άγραν ψήφων. Και, αν κερδίσει, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τότε ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Κυριάκου Μητσοτάκη παίρνοντας πίσω όσα έλεγε. Συν τοις άλλοις, από τώρα ως τον Απρίλιο μεσολαβεί ένας «αιώνας» και η εφαρμογή της Συμφωνίας προφανώς και θα παγώσει, έως ότου λυθεί η πολιτική εκκρεμότητα στη γείτονα.
Σε αυτό το τοπίο, λοιπόν, που η ευρωπαϊκή προοπτική αρχίζει να «θαμπώνει» όχι μόνο στα Σκόπια, αλλά και στο Βελιγράδι και την Πρίστινα, η κυβέρνηση οφείλει στην ίδια την Ιστορία να μην απεμπολήσει τον ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια που είχε επανακατακτήσει η κυβέρνηση Τσίπρα. Είναι αδιανόητο, για παράδειγμα, να λαμβάνει πρωτοβουλία επανέναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τα Δυτικά Βαλκάνια η Ιταλία και η Ελλάδα να παραμένει σιωπηλή.
Είναι, επίσης, αδιανόητο, να μην εκδηλώνει η κυβέρνηση κάποια σχετική πρωτοβουλία που να δείχνει στη Βόρεια Μακεδονία ότι συνεχίζει να την στηρίζει.
Και, τέλος, είναι εξίσου αδιανόητο σε μία φάση που η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να δει τους γείτονές τους να περπατούν σε ευρωπαϊκά μονοπάτια, να βγαίνουν βουλευτές της συμπολίτευσης και να ισχυρίζονται ότι η Γαλλία βγήκε μπροστά για να κάνει αυτό που… θα ήθελε να κάνει η Ελλάδα.
ΥΓ: Ευτυχώς, μέσα σε αυτό το πλαίσιο αφωνίας της ελληνικής κυβέρνησης, την «παρτίδα» σώζει μία πρωτοβουλία του Δημήτρη Παπαδημούλη για ψήφισμα στην Ευρωβουλή υπέρ τού να δοθεί ημερομηνία ένταξης στη Βόρεια Μακεδονία. Μόνο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβερνά πια. Εκτός κι αν η κυβέρνηση θέλει να καταγραφεί ως η μοναδική στην Ελλάδα που την πρωτοβουλία των κινήσεων στην εξωτερική πολιτική την είχε… αφήσει στην αντιπολίτευση.