Παρασκευή, 25 Ιουλίου 2025

Ο γρίφος των πρωτογενών πλεονασμάτων

 

Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι στις 3 Οκτωβρίου 2016, θα καταθέσει στη Βουλή των Ελλήνων το προσχέδιο του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού (ΓΚΠ) και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2016-2020. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα, που βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και του κουαρτέτου, είναι το μέγεθος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Στο προηγούμενο ΜΠΔΣ 2015-2018, το οποίο είχε ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων στις αρχές Μαΐου του 2014, προβλεπόταν ότι ο λόγος πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), τα έτη 2016, 2017 και 2018 θα ήταν αντίστοιχα 3,6%, 4,6% και 5,3%. Η κυβέρνηση στο υπό εκκόλαψη ΜΠΔΣ 2016-2020, ευελπιστεί στη χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, προσδοκώντας το κουαρτέτο για τα έτη 2017 και το 2018, να συμφωνήσει σε πρωτογενή πλεονάσματα ως ποσοστό του ΑΕΠ γύρω στο 1,5%. Εντούτοις, διαρροές από τις διεξαγόμενες συζητήσεις, αναφέρουν ότι οι τεχνοκράτες του κουαρτέτου Ντρακουλέσκου και σία, επιμένουν σε πρωτογενή πλεονάσματα προς ΑΕΠ άνω του 3% για την περίοδο 2017-2020.

pinakas3

 

Παρατηρήσεις: Πηγή των στοιχείων είναι η Eurostat και το Υπουργείο Οικονομικών. Το “πρωτογενές αποτέλεσμα” αφορά το έλλειμμα (-) ή το πλεόνασμα (+) της γενικής κυβέρνησης. Οι τόκοι και τα χρεολύσια αφορούν την εξυπηρέτηση του χρέους της γενικής κυβέρνησης.     

Ανεξάρτητα του γεγονότος, αν στο νέο ΜΠΔΣ 2016-2020, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα αποτελούν το 1,5% ή το 3,5% του ΑΕΠ, ο αντικειμενικός και αξιόπιστος ερευνητής οφείλει να συνάγει τα συμπεράσματά του, με κριτήριο την αμερόληπτη ανάλυση των διαθέσιμων ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων. Για το σκοπό αυτό, παραθέτουμε τα στατιστικά στοιχεία του πίνακα, τα οποία καλύπτουν την περίοδο 2008-2015. Τα στοιχεία του “πρωτογενούς αποτελέσματος” και του ΑΕΠ προέρχονται από τη Eurostat, ενώ τα στοιχεία των τόκων και των χρεολυσίων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους πηγάζουν από το Υπουργείο Οικονομικών. Το πρωτογενές αποτέλεσμα αφορά τη γενική κυβέρνηση και προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ κρατικών δαπανών και εσόδων, δοθέντος ότι στις δαπάνες δεν συμπεριλαμβάνονται τα τοκοχρεολύσια για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Άρα, αν οι κρατικές δαπάνες είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες από τα έσοδα, τότε η γενική κυβέρνηση έχει “πρωτογενές έλλειμμα” ή “πρωτογενές πλεόνασμα”. Αρκετά είναι τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν από τα στοιχεία του πίνακα. Η πρώτη ουσιαστική διαπίστωση είναι ότι κατά την περίοδο 2008-2015, η γενική κυβέρνηση είχε σωρευτικό έλλειμμα της τάξης των –84,1 δις ευρώ (€). Κατ’ αυτό τον τρόπο, την περίοδο αυτή το κράτος δεν είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει έστω και ένα μικρό μέρος των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, με αναπόφευκτη συνέπεια την ανεξέλεγκτη ανοδική τάση του χρέους. Η δεύτερη αξιοσημείωτη παρατήρηση είναι ότι η απομείωση του δημοσίου χρέους της χώρας, προϋποθέτει την επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα επαρκούν για την χρηματοδότηση του συνόλου των τόκων και ενός μέρους των χρεολυσίων. Κατανοητό είναι ότι η εξυπηρέτηση (χρηματοδότηση), έστω και ενός μικρού μέρους των χρεολυσίων, συνιστά τη βασική προϋπόθεση για τη σταδιακή μείωση του ονομαστικού επιπέδου του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης. Για παράδειγμα, με βάση τα στοιχεία του 2015, αν το κράτος είχε πρωτογενές πλεόνασμα 10 δις €, εμφανές είναι ότι άνετα θα χρηματοδοτούσε τους τόκους και θα απέμεναν 3,5 δις € για την κάλυψη μέρους των χρεολυσίων. Αν όμως η γενική κυβέρνηση είχε πρωτογενή πλεονάσματα 7 ή 8 δις €, αυτό σημαίνει ότι ο λόγος πρωτογενών πλεονασμάτων/ΑΕΠ θα υπερέβαινε το 4%.

Οφθαλμοφανές είναι ότι με πρωτογενή πλεονάσματα 1% ή 2% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα εξακολουθεί να αυξάνει με τους αχαλίνωτους ρυθμούς του παρελθόντος. Συνεπώς, το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι: Πώς είναι δυνατόν να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης των 7 ή των 8 δις ευρώ, αν η εθνική μας οικονομία δεν εισέλθει σε αναπτυξιακή πορεία; Από την ανάπτυξη της οικονομίας με ρυθμούς γύρω στο 3% και σε χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας, εξαρτάται η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και κατά προέκταση η έξοδος της πατρίδας από το λάκκο των μνημονίων.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή