Η περιοχή των Άνδεων είναι μια από τις επτά τοποθεσίες στον κόσμο όπου αναπτύχθηκε πολιτισμός από την απλή ανθρώπινη ύπαρξη. Οι άλλες πέντε είναι η Μεσοποταμία, η Κοιλάδα του Iνδού, η Αίγυπτος, η Αρχαία Ελλάδα, η Κίνα και η Κεντρική Αμερική, πατρίδα των κοινωνιών των μάγια και των Ατζέκων. τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι παρ’ όλα που υπήρχε επαφή ανάμεσα στις κοινωνίες του Αρχαίου Κόσμου αυτά τα επτά κέντρα πολιτισμού αναπτύχθηκαν, καθώς ο αυξανόμενος πληθυσμός φαίνεται ότι προσαρμόσθηκε σε περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις.
Η περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική, παρουσιάζει ένα μοναδικό πρότυπο για τη μελέτη της καταγωγής των σύνθετων κοινωνιών. Το εξαιρετικά άνυδρο κλίμα των ακτών του Περού έχει διατηρήσει το μακρινό παρελθόν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου .Οι ερευνητές ανακάλυψαν π.χ. άθικτους σπόρους, πατάτες και κομμάτια υφάσματος που έχουν ηλικία 5.000 χρόνων.
Αλλά το πιο σημαντικό γεγονός για την κατανόηση του αρχαίου παρελθόντος του Νέου Κόσμου, υπήρξε η αποκάλυψη ότι οι αρχές του πολιτισμού των Άνδεων ανέρχονται σε 2.000 χρόνια πιο παλιά ό,τι πίστευαν προηγουμένως οι επιστήμονες – δηλαδή 1.000 χρόνια πριν αναπτυχθούν σύνθετες κοινωνίες στην Κεντρική Αμερική, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα εθεωρείτο το λίκνο του πολιτισμού στον Νέο Κόσμο
Μέχρι πρόσφατα τα υπολείμματα πολλών αρχαίων πέτρινων μνημείων που υπάρχουν στις ακτές και τα υψίπεδα του Περού πιστευόταν ότι είχαν κτιστεί πολλούς αιώνες π.χ. όταν ο πολιτισμός των Άνδεων κυριαρχείτο από τη θρησκευτική λατρεία Τσαβίν, την οποία οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν πηγή του πολιτισμού των Άνδεων. ‘Όταν αντικείμενα τέχνης απ’ αυτά τα μνημεία χρονολογήθηκαν για πρώτη φορά, οι ερευνητές ανακάλυψαν κατάπληκτοι ότι τα μνημεία είχαν προηγηθεί της περιόδου Τσαβίν κατά δύο χιλιετίες.
Αυτές οι πρώτες κοινωνίες που εμφανίστηκαν στο δυτικό ημισφαίριο δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένες όσο οι σύγχρονές τους κοινωνίες του αρχαίου κόσμου, όπως π.χ της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Δεν είχαν αναπτύξει την αγγειοπλαστική, την υφαντουργία και τη γεωργία σε ευρεία κλίμακα όμως τα μνημεία που έκτιζαν αποκαλύπτουν προωθημένες ικανότητες οργάνωσης εργασίας και μηχανικής.
Εδώ και πολύ καιρό, οι επιστήμονες έχουν σχηματίσει την άποψη ότι η ανάπτυξη σύνθετων κοινωνιών προκλήθηκε από την εξέλιξη της γεωργίας. Η υψηλή παραγωγικότητα της γης υποχρέωνε μεγάλους πληθυσμούς να ζουν σε στενότερη επαφή, οδηγώντας στη δημιουργία ειδικευμένων εργατών, όπως π.χ παραγωγών τροφής, τεχνιτών και γραφειοκρατών. Όπως, υπολείμματα διχτυών και οστών ψαριών που ανακαλύφθηκαν στις παράκτιες τοποθεσίες δείχνουν ότι οι αρχαίοι λαοί που κατασκεύασαν αυτά τα μνημεία των Άνδεων εξαρτούσαν την επιβίωσή τους από την αλιεία . ‘Όχι όμως απόλυτα. Κλειδί ερμηνείας για την ανάπτυξη πολιτισμού στις Άνδεις είναι ότι εκείνες οι κοινωνίες άρχισαν το εμπόριο με τις αγροτικές κοινωνίες στα υψίπεδα, μια πρακτική που υπήρξε η βάση για τη δημιουργία εμπορικών δρόμων, που συνέδεσαν τους πιο απομακρυσμένους πολιτισμούς της Νότιας Αμερικής μέχρι την εποχή των Ίνκας, 40 αιώνες αργότερα.
Όταν αυτοί οι λαοί που ζούσαν στις ακτές μετακινήθηκαν ξαφνικά και μυστηριωδώς στο εσωτερικό της χώρας κατά μήκος των κοιλάδων πολλών ποταμών του Περού πριν από 4.000 χρόνια ανέπτυξαν νέες τεχνολογίες άρδευσης, αγγειοπλαστικής και υφαντουργίας, αλλά διατήρησαν τις παλιές τους παραδόσεις, οπότε σημειώθηκε μια άνθηση στην κατασκευή μνημείων. Αλλά πιο σημαντικό στοιχείο από τη δημιουργία τεράστιων μνημείων είναι ότι πολλά από αυτά φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν χωρίς την παρουσία κάποιου αυταρχικού κυβερνήτη, ο οποίος ανάγκαζε τους άλλους να δουλεύουν, όπως συνέβαινε στις αρχαίες κοινωνίες π.χ. στην Αίγυπτο. Οι ανθρωπολόγοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τέτοιου είδους τεράστια οικοδομικά προγράμματα ήταν ένδειξη πως η κοινωνία που τα κατασκεύασε είχε διαρθρωθεί σε κοινωνικά στρώματα φτωχών και πλουσίων.
Πάντως, σε πολλές από τις πρώτες κοινωνίες που κατασκεύαζαν μνημεία δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις κοινωνικό – οικονομικής διάρθρωσης, λέει ο αρχαιολόγος Μπέργκερ του πανεπιστημίου του Γέιλ, ο οποίος πραγματοποιεί ανασκαφές σε μια τοποθεσία μνημείων ηλικίας 3.000 χρόνων, στο Καρντάλ. Ο αρχαιολόγος ανακάλυψε στοιχεία που δείχνουν ότι η κατασκευή μνημείων ίσως να είχε γίνει από ένα πληθυσμό που φοβόταν τους θεούς και όχι τους κυβερνήτες του.
Η συγκεκριμένη θρησκευτικής, στρατιωτικής και οικονομικής εξουσίας στα χέρια μιας ελίτ είναι απόλυτα φανερή στην πρόσφατη ανακάλυψη του τάφου ενός «πολεμιστή – ιερέα», ενός ευγενούς της κοινωνίας των Μότσε, που άνθισε στη βόρεια ακτή του Περού από το 100 – 600 μ.Χ . ο τάφος αυτός του ευγενούς είναι ο πιο πλούσιος απ’ όσους έχουν ανακαλυφθεί στην Αμερική.
Όπως και οι Ίνκας, οι Μότσε δεν άφησαν πίσω τους γραπτά μνημεία αλλά ο τρόπος της ταφής του πολεμιστή – ιερέα δείχνει ότι ανήκε στην κυβερνώσα ελίτ, η ζωή της οποίας αναπαρίσταται σε αγγεία και διακοσμητικά αντικείμενα που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Σχεδόν θεός στη ζωή του, ο πολεμιστής – ιερέας παρακολουθούσε την τελετουργική θυσία των αιχμαλώτων πολέμου και συχνά απεικονίζεται πίνοντας το αίμα τους από χρυσό κύπελλο.
Αυτές οι βάρβαρες τελετουργίες που χαρακτήριζαν τις αρχαίες κοινωνίες της Αμερικής, έχουν δημιουργήσει την εικόνα ότι οι αρχαίοι λαοί δεν ήταν πολιτισμένοι, επισκιάζοντας τα εκπληκτικά επιτεύγματα αυτών των λαών σε άλλους τομείς όπως η αστρονομία, η τέχνη, η μηχανική και η γεωργία. Νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις αποκάλυψαν π.χ ότι ο λαός της αρχαίας αυτοκρατορίας των Τιαχουανάκο στις Άνδεις, που άνθισε περί το 500 – 1.000 μ.Χ συνδυάζοντας τις γνώσεις υδρολογίας και γεωργίας που διέθετε, παρήγαγε ένα τόσο εκπληκτικό αρδευτικό σύστημα, που ξεπερνάει κατά πολύ τις σύγχρονες τεχνολογικές μας μεθόδους.