Συνήθως, ένας ανασχηματισμός με ευρείες αλλαγές διαμορφώνει ένα «μωσαϊκό» και δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για ένα συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα: εξάλλου, στην εποχή της «πολυσυλλεκτικότητας», των «ανοιγμάτων» και της «αμφίπλευρης διεύρυνσης» που συνήθως αφορά όλα τα κόμματα εξουσίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδώσει κανείς ένα συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα κάθε φορά που ένας πρωθυπουργός ανακατεύει την τράπουλα των προσώπων μίας κυβέρνησης. Κι όμως, στην περίπτωση του χθεσινού ανασχηματισμού, τα πράγματα είναι σχετικά απλούστερα, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να κάνει πράξη το περίφημο σύνθημα «κλίνατε επί δεξιά».
Όλη η «ακτινογραφία» της κυβέρνησης θα είναι μία φωτογραφία: η χειραψία που ασφαλώς θα λάβει χώρα στο υπουργείο Εσωτερικών, όταν ένας πρώην γραμματέας της ΚΝΕ θα παραδίδει την σκυτάλη των υπουργικών καθηκόντων στον πρώην επικεφαλής της ΕΠΕΝ.
Πέραν, όμως, της αναβάθμισης του Μάκη Βορίδη, η ενίσχυση προς τα δεξιά της κυβέρνησης είναι δεδομένη και αποδεικνύεται πολύπλευρα: «σαμαρικοί» υπουργοί, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Νότης Μηταράκης έμειναν αμετακίνητοι στις θέσεις τους. Επίσης, αρμόδια για την… ένταξη προσφύγων και μεταναστών θα είναι η Σοφία Βούλτεψη, ενώ σειρά άλλων κοινοβουλευτικών που έγιναν υπουργοί ή υφυπουργοί –όπως ο νέος υφυπουργός Ναυτιλίας, Κώστας Κατσαφάδος- έχουν σκληρό δεξιό πολιτικό και ιδεολογικό αποτύπωμα. Εξάλλου, εκτός από την έξοδο Θεοδωρικάκου, αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός επέλεξε να μην προχωρήσει σε άλλο «άνοιγμα» προς την Κεντροαριστερά, ενώ τώρα που ο Μάκης Βορίδης έχει γίνει υπουργός Εσωτερικών -άρα, ο αρμόδιος να διοργανώσει εθνικές εκλογές υπουργός- προφανώς και δεν μπορεί παρά να υπενθυμιστεί η περίφημη δήλωσή του για τις «θεσμικές αλλαγές» που πρέπει να γίνουν για… «να μην ξανακυβερνήσει η Αριστερά».
Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός έκανε τις επιλογές του και, παρά τις διαρκείς προσπάθειες να δείξει ότι είναι «κεντρώος» πολιτικός, παλινόρθωσε την σκληρότερη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του. Και αυτό, σε μία χρονιά που δεν αποκλείεται να αποδειχθεί εκλογική, φέρνει στο προσκήνιο εκ νέου την ανάγκη για όλες τις προοδευτικές δυνάμεις να δουν αλλιώς την προοπτική διαλόγου, συγκλίσεων και, γιατί όχι, συμπόρευσης.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ