ΕΙναι τα νομικΑ ζητήματα άχαρα. Άμα τα απλουστεύσεις/εκλαϊκεύσεις πολύ, στραβώνουν και καταλήγουν να λειτουργούν παραπλανητικά. Αλλά, πώς να το κάνουμε, έρχονται κάθε τόσο στο προσκήνιο με ορμή. Αυτές τις μέρες έχουμε δύο περιπτώσεις/δύο παραδείγματα.
Το πρώτο, αρκετά γνωστό: φέρνει η Κυβέρνηση – με πρωτοβουλία του Καραμανλογενούς Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης για τα θέματα διαφθοράς – την νομοθετική ρύθμιση για το επιτρεπτό αποδεικτικής αξιοποίησης στοιχείων που έχουν αποκτηθεί παρανόμως (από παρακολούθηση, υποκλοπή κλπ.) στην δικαστική δίωξη των υποθέσεων που αφορούν φοροδιαφυγή, διαφθορά και όλα τα καλά (τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ή εκείνης των Εγκλημάτων Διαφθοράς). Με ασυνήθιστη ένταση, υπήρξε αντίδραση/αντίρρηση κατά της πρωτοβουλίας απο μέρους της Ένωσης Εισαγγελέων, που έθεσε και ζήτημα αντισυνταγματικότητας . Είχε προηγηθεί αντίστοιχη αρνητική θέση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, και πάντως του Προέδρου του ΔΣΑ. Ήρθε, η Κυβέρνηση διά του Δημ. Παπαγγελόπουλου αλλά και του υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου, κι άνοιξε μέτωπο με τους εισαγγελείς και το δικηγορικό σώμα, με επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να μειώνονται οι μισθοί και οι συντάξεις αλλά να μην καλούνται να πληρώσουν οι φοροφυγάδες (των ποικιλώνυμων λιστών). Εκεί ακριβώς, είχαμε μιαν ανατροπή: λίγο μετά την έντονη κυβερνητική απαρέσκεια, μέρος του ΔΣ της Ένωσης Εισαγγελέων αποστασιοποιήθηκε – φθάνοντας μέχρις σε παραίτηση.
Στην όλη ιστορία βρέθηκαν εκατέρωθεν υπαινιγμοί για “εξυπηρέτηση της διεκπεραίωσης εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης”, καθώς και για “(μη) αναλογική στάθμιση αποδεικτικών μέσων”. Μ’ αυτόν τον υπέροχο τρόπο, ναρκοθετήθηκε εξαρχής μια νομοθετική ρύθμιση εξαιρετικά επικίνδυνη – δηλαδή να προσκομίζονται στην δημόσια σκηνή λίστες υπόπτων φοροδιαφυγής κοκ, να πολώνεται το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, να καθοδηγείται λιγάκι η δημόσια συζήτηση. Όμως και ρύθμιση σημαντική αν (δυνητικά) προκύψει (κάποτε) ένα κάποιο πραγματικό αποτέλεσμα από την αξιοποίηση παρόμοιων στοιχείων σε μια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που βοά “να πληρώσουν επιτέλους οι μόνιμα διαφεύγοντες”.
Το δεύτερο μέτωπο είναι, για την ώρα, αρκετά παραμελημένο στην δική μας δημόσια σκηνή – αν και εις τας Ευρώπας αρχίζει να απογειώνεται. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μάλιστα με πρωτοβουλία του Προέδρου της Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, ετοιμάζεται να κινήσει μιαν ιδιαίτερα βαριά διαδικασία για παράβαση των Συνθηκών της ΕΕ και δη των θεμελιωδών προνοιών που αφορούν το Κράτος δικαίου, εις βάρος της νέας Πολωνικής Κυβέρνησης (ακροδεξιάς, αντιΕυρωπαϊκής κοκ.). Προώθησε εκείνη ρυθμίσεις που κρίθηκε ότι αφορούν την ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης, με αιχμή την άμεση αντικατάσταση των επικεφαλής της εκεί κρατικής ραδιοτηλεόρασης. Όμως στο ίδιο πλαίσιο κρίνεται και ρύθμιση που αφορά την ριζική αναδιάρθρωση της λειτουργίας του εκεί Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Σημειώνεται ότι το τωρινό θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ – άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΕ – επιτρέπει μέχρι και “πάγωμα” του δικαιώματος ψήφου Κράτους-μέλους, άμα θεωρηθεί (μετά από βαριά διαδικασία, ειν’ αλήθεια) ότι η πρακτική του αντιβαίνει σε Ευρωπαϊκές θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα. Πήγε κάποτε να κινηθεί αυτή η διαδικασία κατά της Κυβέρνησης Ορμπάν στην Ουγγαρία. παλιότερα και κατά του χολερικού Νικολά Σαρκοζί, όταν εκείνος είχε αυταρχικές τάσεις κατά των Ρομά στην Γαλλία. Τελικά αυτό αποφεύχθηκε.
Γιατί το ανακινούμε το ζήτημα; Επειδή η δική μας επικείμενη (επανα)νομοθέτηση στον χώρο των ΜΜΕ – καίτοι χωρίς αληθινή παραλληλία με την Πολωνική υπόθεση – έτσι όπως εμπλέκει την κακόζηλη υπόθεση του ΕΣΡ, κινδυνεύει να αξιοποιηθεί, αντιπολιτευτικά, με αυτό το φόντο. Με δεδομένο τον ρόλο της Ελλάδας ως μαύρου προβάτου/αποδιοπομπαίου τράγου της “Ευρώπης”, θα ήταν κάτι επικίνδυνο, αυτό.