Στην αντεπίθεση η Βασιλική Θάνου για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης…
Νομικά και ηθικά τεκμηριωμένη απάντηση δίνει πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου σε όσους αμφισβητούν το ξεκάθαρο δικαίωμα της να συγκαλέσει για την ερχόμενη Πέμπτη την Διοικητική Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης των δικαστών από τα 67 χρόνια στα 70. Οι αντιδράσεις δικαστικών ενώσεων αλλά και επιστημονικών φορέων (π.χ ΔΣΑ) , όπως τονίζει η ανώτατη δικαστής ουσιαστικά συνιστούν παρέμβαση στην ελεύθερη γνώμη των ανωτάτων δικαστών κάτι που είναι ανεπίτρεπτο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι ανακοινώσεις ορισμένων μελών επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων, σχετικά με τη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, της 26-1-2017 είναι αδικαιολόγητες και δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, και τούτο διότι με το περιεχόμενο των ανακοινώσεών τους προσπαθούν να στοχοποιήσουν προσωπικά την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, παρότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι:
1) Το αίτημα αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης των Δικαστών δεν είναι αίτημα προσωπικό, αλλά αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι κατ΄ επανάληψη είχαν απευθυνθεί και εξακολουθούν να απευθύνονται και στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας να στηρίξει το δίκαιο και νόμιμο αίτημά τους.
2) Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαθέτει απόλυτα νόμιμο δικαίωμα (άρθ. 14 παρ. 2 και 4 ΚΟΔΚΔΛ – Ν. 1756/1988) να συγκαλεί την Ολομέλεια, για να γνωμοδοτήσει επί νομικών ζητημάτων, δικαίωμα το οποίο και κατά το παρελθόν συχνά έχει ασκήσει ο εκάστοτε Πρόεδρος. Τα μέλη της Ολομέλειας είναι εκείνα, τα οποία θα αποφασίσουν για την νομική ορθότητα, τη βασιμότητα και τη συνταγματικότητα ή μη των τεθέντων ερωτημάτων.
Ας αφήσουν λοιπόν ανεπηρέαστους τους Δικαστές του Αρείου Πάγου, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη ούτε υποδείξεων ούτε παραινέσεων, για να εκφράσουν την επιστημονική τους άποψη.
Οι ανακοινώσεις των ως άνω φορέων λίγες μόλις ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Ολομέλειας και χωρίς να αναμένουν για να ακουσθεί και η αντίθετη προς τη δική τους νομική άποψη, μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι συνιστούν ανεπίτρεπτη προσπάθεια επηρεασμού και παρεμπόδισης της ελεύθερης έκφρασης γνώμης των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποτελούν σαφή παρέμβαση, για την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου».
Υπενθυμίζεται ότι οι ενώσεις και ο ΔΣΑ θεωρούν πως μια νομοθετική παρέμβαση είναι ανεπίτρεπτη νομικά καθώς αυτά κατοχυρώνονται και προβλέπονται από το Σύνταγμα. Χαρακτηριστικά η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων προσκομίζει γνωμοδότηση του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιαννη Δρόσου (είχε εκπροσωπήσει το δημόσιο στην υποθεση των τηλεοπτικών αδειών στο ΣτΕ), ο οποίος αναφέρει:
«….Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 88 παρ. 5 του Συντάγματος απαντά ρητώς: ”Οι δικαστικοί λειτουργοί, έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντιεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντιστοίχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους.” Η διάταξη είναι σαφής και in claris non fit interpretatio, αναφέρεται δε σε θέμα που διέπεται, και δεν μπορεί παρά να διέπεται, αποκλειστικά από το ελληνικό Σύνταγμα. Ως θέμα συνταγματικής αναθεώρησης ασφαλώς μπορεί να τεθεί από όποιον νομίζει ότι πρέπει να το θέσει, έξω όμως από τα πλαίσια αυτά η συζήτηση δεν μπορεί να έχει πρακτική σημασία»
ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΕ
Oι δικαστές του Συμβουλίου Επικρατείας απαντούν στη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου την ερχόμενη Πέμπτη με πρωτοβουλία της προέδρου του δικαστηρίου Βασιλικής Θάνου με αντικείμενο την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των ανωτάτων δικαστών από τα 67 στα 70 χρόνια. Η επισήμανση για τις κυβερνήσεις αυτές γίνεται γιατί όπως λένε τις αυξομειώσεις στα όρια ηλικίας τις χρησιμοποίησαν για να πετάξουν από το σώμα «μη αρεστούς δικαστές». Παράλληλα ξεκαθαρίζουν πως το θέμα αυτό είναι συνταγματικό, προβλέπεται ρητά από το ισχύον σύνταγμα της χώρας και μόνο στη συνταγματική αναθεώρηση μπορει να συζητηθεί. Επ ουδενί δηλαδή με νομοθετική παρέμβαση:
«Με αφορμή τη δημόσια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών, το Δ.Σ. της Ένωσης των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας επισημαίνει τα εξής:
1) Η δικαστική ανεξαρτησία κατοχυρώνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά Συντάγματα και συνδέεται ευθέως με τις θεμελιώδεις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και του κράτους δικαίου. Η δικαστική ανεξαρτησία περιλαμβάνει προσωπικές και λειτουργικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα, μεταξύ των οποίων σημαίνουσα θέση κατέχει ο καθορισμός συγκεκριμένου ορίου ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου οι δικαστές αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία.
Ο καθορισμός από το Σύνταγμα του 1975 συγκεκριμένου ορίου ηλικίας αποτρέπει παρεμβάσεις του νομοθέτη που θα αποσκοπούσαν είτε στην παράταση παραμονής ήδη υπηρετούντων ανώτατων δικαστών είτε στην πρόωρη απομάκρυνσή τους με την μείωση του ορίου, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την ανανέωση των προσώπων στις ανώτατες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας που αποτελεί βασική επιλογή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η επιλογή του Συντάγματος 1975 οφείλεται στις πικρές εμπειρίες που έζησε το δικαστικό σώμα και γενικότερα η ελληνική πολιτεία και κοινωνία, από τις παρεμβάσεις του νομοθέτη στον καθορισμό του ορίου ηλικίας με σκοπό την εκκαθάριση του δικαστικού σώματος από πρόσωπα “μη αρεστά” στην εκτελεστική εξουσία και την προώθηση άλλων που θεωρούνταν “ημέτεροι”.
Οι παρεμβάσεις αυτές παρατηρούνται από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά (ΑΝ 1912/1939), από τις κατοχικές κυβερνήσεις (ΝΔ 266/1941, ΝΔ 1380/1942) και από κυβερνήσεις κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (ΑΝ 721/1945).
ΕΝΩΣΗ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
Στον αντίποδα η Ενωση Ανωτατων Δικαστικών λειτουργών απαντά:
«Τα µέλη της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου, έχουν πλήρη συναίσθηση της
ευθύνης τους, διαθέτουν επιστηµονική επάρκεια, ωριµότητα και ήθος, ώστε να
κρίνουν µε βάση την νοµιµότητα και δεν χρειάζονται τις υποδείξεις ή τις
παρεµβάσεις οποιουδήποτε τρίτου, για να εκφράσουν την νοµική τους άποψη στην
Ολοµέλεια της 26-1-2017, όπως πάντοτε µέχρι σήµερα πράττουν».