Τρίτη, 22 Ιουλίου 2025

Μιὰ πασχαλινὴ περιπέτεια

Οπως συνηθΙζω ἐπὶ δεκαετίες νὰ γράφω, Πάσχα χωρὶς Παπαδιαμάντη δὲν γίνεται. Οὔτε καὶ Χριστούγεννα. Γι’ αὐτὸ ὅλα τὰ κείμενὰ μου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν εἶναι ἀφιερωμένα στὸν μεγάλο Σκιαθίτη συγγραφέα, πού, παρὰ τὶς προβλέψεις τῶν ἐπικριτῶν ἤ τῶν ἀρνητῶν του, νίκησε τὸ χρόνο καὶ εἶναι καὶ σήμερα, 105 χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, πάντα ἐπίκαιρος. Γιατὶ ὁ Παπαδιαμάντης ὅ,τι ἔγραψε εἶναι ἀληθινὸ καὶ ὅ,τι περιέγραψε εἶναι σπαραριστό. Τὰ πρόσωπα τῶν διηγημάτων του εἶναι ὑπαρκτὰ ἀλλὰ δὲν μᾶς τὰ εἰκονίζει μόνον ἐξωτερικά. Ξέρει νὰ μπαίνει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μᾶς δίνει μὲ λίγες λέξεις τὴν ἐσωτερικὴ τους εἰκόνα. Τὸν εἶπαν παλαιότερα ἠθογράφο. Ὅπως ἔδειξα μὲ τὰ βιβλία μου «Ξαναδιαβάζοντας τὴν Φόνισσα» καὶ «Ἡ πολιτικὴ σκέψη τοῦ Παπαδιαμάντη», ὁ ἐσφαλμένα ὀνομαζόμενος «Κοσμοκαλόγερος», ἦταν μεγάλος ψυχογράφος καὶ ἕνας βαθύτατα πολιτικὰ σκεπτόμενος συγγραφέας. Κανεὶς δὲν ἔδωσε τόσα ἠχηρὰ ραπίσματα στὴν πολιτικὴ φαυλότητα ὅσα αὐτὸς, ὁ «ἀπολίτικος» συγγραφέας, ὅπως τὸν εἶπαν ἐπιπόλαιοι ἐπικριτὲς του.

Ὁ  Παπαδιαμάντης ἦταν βαθιὰ θρησκευτικός. Ἀλλ’ ἡ θρησκευτικότητὰ του δὲν ἐμπόδιζε τὴν πολιτικότητα, τὸν ἐρωτισμό, τὴ φυσιολατρία ἀλλὰ καὶ τὸν παγανισμὸ ποὺ εἶναι διάχυτα στὸ ἔργο του. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπόλαυση πνευματικὴ νὰ τὸν διαβάζει κανεὶς τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα. Φέτος ἔχω στοὺς ἀναγνῶστες μου νὰ προτείνω πρὸς ἀνάγνωση ἕνα σπαρταριστὸ ἀφήγημα ποὺ ἐπιγράφεται «Πάσχα Ρωμέικο». Μὲ τὶς πρῶτες γραμμὲς ὁ Παπαδιαμάντης δίνει χωρὶς ψυχαναλυτικὰ τερτίπια τὸν τύπο τοῦ ἥρωὰ του:

«Ὁ μπάρμπα-Πίπης, γηραιός φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἤ ὀκτὼ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει μετὰ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπότε ἔκαμνε δύο ἤ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην τῆς ὁδοῦ Σταδίου».

Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἦταν Κερκυραῖος καὶ εἶχε γνωρίσει ὅλους τοὺς περιφανεῖς ποὺ ἔζησαν στὸ νησὶ στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα: τὸν Μάντζαρο, τὸν Μουστοξύδη καὶ αὐτὸν τὸν Σολωμὸ («κὲ ποὲτα!»), εἶχε γυρίσει μεγάλο μέρος τῆς οἰκουμένης καὶ πρὸ 20ετίας εἶχε ρίξει ἄγκυρα στὴν Ἀθήνα. «Δὲν ἦτο ἄμοιρος θρησκευτικῶν συναισθημάτων». Εἶχε, ὅμως, βαπτισθεῖ καθολικὸς, ἀλλὰ ἀντιπαθοῦσε σφόδρα τὸν Πάπα, τοὺς Ἀγγλικανοὺς καὶ «ἦτο ἀμείλικτος κατήγορος τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου». Εἶχε ὅμως μεγάλη εὐλάβεια γιὰ τὸν Ἅγιο τοῦ νησιοῦ του καὶ ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὸ ἑλληνικὸ Πάσχα, ποὺ γιὰ νὰ τὸ χαρεῖ κατέβαινε μὲ τὰ πόδια στὸν Πειραιᾶ, στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, τὸν Ἅγιο τῆς Κέρκυρας, καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν ἀνέβαινε πάλι πεζὸς στὴν Ἀθήνα. Ἐκείνη τὴ χρονιὰ, καθὼς ὁ μπάρπα-Πίπης ἀνέβαινε μὲ τὴ λαμπάδα του μέσα ἀπὸ τοὺς δρόμους τῶν μποστανιῶν, ποὺ παρεμβάλονταν ἀνάμεσα στὸν Πειραιᾶ καὶ τὸ Ἄστυ, κάθησε σὲ κάποια παραπήγματα γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ. Ἄναψε μάλιστα καὶ τσιγάρο γιὰ νὰ ρεμβάσει πιὸ γευστικὰ τὴν ὄμορφη θέα ποὺ τοῦ πρόσφεραν «αἱ λευκάζουσαι κορυφαὶ» τοῦ Αἰγάλεω. Ἀλλὰ ἡ ρέμβη διακόπηκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴν παρουσία ὁπλοφόρου χωρικοῦ, ποὺ πέρασε τὸν μπάρμπα-Πίπη γιὰ κλέφτη. Ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς «καραβίνας» τοῦ χωρικοῦ ἄρχισε ἕνας σπαρταριστὸς διάλογος ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ στὸν μπάρμπα-Πίπη. Εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς καλύτερες σελίδες τῆς λογοτεχνίας μας. Τελικὰ ὁ χωρικὸς πείσθηκε γιὰ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ Κερκυραίου περαστικοῦ καὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀποχωρήσει μὲ τὴν «εὐγενικὴ» προτροπὴ:

«Ἔλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρὲ…»!

Καὶ ὁ Παπαδιαμάντης κλείνει τὴν ἀφήγησὴ του μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια:

«Τὸ συμβεβῆκος τοῦτο δὲν ἐμπόδισε τὸν μπάρμπα-Πίπη νὰ ἐξακολουθῇ κατ’ ἔτος τὴν εὐσεβῆ του συνήθειαν, νὰ καταβαίνῃ πεζὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ, νὰ προσέρχηται εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ νὰ κάμῃ Πάσχα ρωμέικο.

»Ἐφέτος τὸ μισοσαράκοστον (1991) μοὶ ἐπρότεινεν, ἄν ἤθελα, νὰ τὸν συνοδεύσω ἐφέτος εἰς τὴν προσκύνησίν του ταύτην. Θὰ προσεχώρουν δὲ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν του, ἄν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν εἶχα τὴν συνήθειαν νὰ ἑορτάζω ἐκτὸς τοῦ Ἄστεως τὸ Πάσχα».

Ὁ  Παπαδιαμάντης, ὅταν ἔμενε στὴν Ἀθήνα, προτιμοῦσε νὰ «κάνει Πάσχα» στὴν ἐξοχὴ κοντὰ στοὺς ἁπλοὺς χωρικοὺς τῆς Ἀττικῆς.

www.sarantoskargakos. gr

Δείτε επίσης