Διάγουμε ήδη την πρώτη ημέρα της… πρώτης παράτασης του τρίτου lockdown: μπερδευτήκατε; Κι όμως, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, καθώς πλέον όλοι έχουμε χάσει τη μέτρημα. Και μαζί μ’ αυτό, έχουμε χάσει και την μπάλα: την περασμένη εβδομάδα συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον εντοπισμό του πρώτου διαπιστωμένου κρούσματος κορωνοϊού στη χώρα και έκτοτε, έχουν έρθει τα πάνω-κάτω: περισσότεροι από 6.000 συνάνθρωποί μας δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή, όλοι οι υπόλοιποι υφιστάμεθα συλλογική κατάθλιψη από τα διαρκή περιοριστικά μέτρα, την ώρα που αυτονόητα και στοιχειώδη δικαιώματα έχουν περισταλεί στο βωμό της απόκρουσης της διασποράς, ενώ πλήρως έχει ανατραπεί το τοπίο και στην οικονομία.
Όλα αυτά ευλόγως μας έχουν κουράσει. Και, όταν κυριαρχεί η κούραση, τότε όπως παραδέχονται και οι ειδικοί, η αποδοτικότητα των μέτρων χαμηλώνει. Κάτι η χαλάρωση που προκαλεί η πολύμηνη καραντίνα, κάτι το ότι ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας φτάνουν στο «μη παρέκει», κάτι το ότι η κυβέρνηση είχε καλλιεργήσει προσδοκίες ότι αυτό το μήνα, τον Μάρτιο, θα είχαμε σχεδόν «ξεμπερδέψει» με τον ιό, όλα αυτά εξηγούν γιατί ακριβώς βρισκόμαστε ακόμη μακριά από το χιλιοτραγουδισμένο «φως στην άκρη του τούνελ». Ούτε το φως φαίνεται καθαρά, ούτε η άκρη του τούνελ.
Κι όμως, ο εφιάλτης θα τελειώσει. Και είναι αλήθεια ότι τα δύσκολα είναι πίσω μας, ακόμη κι αν χρειαστούν ακόμη 3 ή 4 μήνες υπομονή. Ωστόσο, ακόμη και τώρα που σιγά σιγά εμβολιάζονται ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας, ακόμη θα ζήσουμε αρκετές «κρίσιμες εβδομάδες». Και η κυβέρνηση, αφού δεν έκανε τίποτα για να ενισχύσει τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ή να ανοίξει με ασφαλέστερο τρόπο τα σχολεία και αφού ενίσχυσε με εξαιρετικά ανεπαρκή τρόπο το σύστημα υγείας, μπορεί τουλάχιστον τώρα να κάνει ό,τι μπορεί για να μην επιτείνει το αίσθημα ανασφάλειας και αγανάκτησης των πολιτών: μπορεί, μ’ άλλα λόγια, να μιλάει με καθαρές κουβέντες, με ενιαία γραμμή και χωρίς να παρακολουθούμε δημόσια «μπρα ντε φερ» μεταξύ υπουργών. Μπορεί να μην «παίζει» κάθε μέρα με τον αριθμό των τεστ, ώστε να μπορεί ο καθένας από εμάς τους μη ειδικούς να αξιολογεί την πραγματική πορεία του κορωνοϊού. Και, κυρίως, μπορεί να μην πειραματίζεται, να μαθαίνει από τα -ουκ ολίγα ως τώρα- λάθη της και να μην υποκύπτει στον διαρκή πειρασμό να βάλει στη ζυγαριά τις προτεραιότητες της οικονομίας, μαζί με τη δημόσια υγεία. Όλα αυτά θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα -κι όμως, όπως έδειξαν οι προηγούμενοι μήνες, στη χώρα μας και γι’ αυτή την κυβέρνηση είναι μάλλον αδιανόητα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ