Της Γεωργίας Μοσχονά από την Κυριακάτικη Kontranews
H έμφυλη βία είναι μια μάστιγα που πλήττει πολλές γυναίκες -κατά κύριο λόγο- και που εν μέσω πανδημίας έχει απασχολήσει αρκετά την ελληνική κοινωνία, καθώς τα περιστατικά έχουν αυξηθεί σημαντικά. Η κακοποίηση είναι ένα τέρας με πολλά κεφάλια: συναισθηματική, σεξουαλική, σωματική κακοποίηση, αλλά και απειλές κακοποίησης και η ύψιστη μορφή βίας, η γυναικοκτονία.
Ενός λεπτού κραυγή
Χιλιάδες γυναίκες βρήκαν κουράγιο τον περασμένο χρόνο να καταγγείλουν ότι έπεσαν θύματα βίας μέσα στο ίδιο τους το σπίτι στην Ελλάδα. Οι καταχρηστικές σχέσεις συνεπάγονται πάντα μια ανισορροπία δύναμης και ελέγχου. Αν και τις τελευταίες δεκαετίας έχουν γίνει τεράστια βήματα για την αντιμετώπιση του φαινομένου σε ψυχολογικό και νομικό επίπεδο, οι συμπεριφορές παραμένουν ίδιες. Πίσω από κλειστές πόρτες και παράθυρα εκτυλίσσονται καθημερινά ιστορίες απελπισίας και πόνου. Στη χώρα μας, η Αττική «κρατάει τα σκήπτρα» της κακοποίησης γυναικών, σε σχέση με τις υπόλοιπες περιφέρειες. Δυστυχώς, πολλές γυναίκες νιώθουν ντροπή και δεν τολμούν να αρθρώσουν αυτό που τις βασανίζει.
Η βία κατά των γυναικών δεν συναντάται μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον αλλά και στο εργασιακό, όπου παίρνει τη μορφή της σεξουαλικής παρενόχλησης, της ταπείνωσης και του περιορισμού. Οι ειδικοί καταχωρούν και νέες μορφές βίας κατά των γυναικών που έχουν να κάνουν με τον κυβερνοχώρο. Υπάρχει το cyber stalking (που αποτελεί την επέκταση του stalking στο διαδίκτυο), sextortion και εκδικητική πορνογραφία.
Μετάνοια ή «απαραίτητη» ψευδαίσθηση;
Σε ό,τι αφορά στη συζυγική βία, η συνήθης «μετάνοια» του συζύγου ή συντρόφου –ύστερα από περιστατικό κακοποίησης– η οποία φαντάζει πέραν του δέοντος ειλικρινής, δημιουργεί στη σύζυγο την αίσθηση ότι είναι η κύρια υπαίτια του συμβάντος, γι’ αυτό κι αισθάνεται έντονο το χρέος της να παραβλέψει την πράξη του, ελπίζοντας πως δε θα επαναληφθεί. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος βίας, τον οποίο η γυναίκα υπομένει κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσεως. Σε άλλες περιπτώσεις, τέλος, το θύμα μετά από την επανειλημμένη έκθεση σε περιστατικά βίας, συνηθίζει, αρχίζει να εξαρτάται από το θύτη συναισθηματικά, ενώ η συμπεριφορά του είναι υποστηρικτική απέναντί του. Συμφωνεί με τις απόψεις και θέσεις του κι υιοθετεί ορισμένες πτυχές της δικής του προσωπικότητας. Με τον τρόπο αυτό, μαθαίνει πώς να κατευνάζει και να ευχαριστεί το θύτη, ώστε να διασφαλίζει ευνοϊκή μεταχείριση. Η συμπεριφορά αυτή αναφέρεται πολύ συχνά ως το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», από το οποίο και πάσχουν κάποιες κακοποιημένες γυναίκες. Η δικαστική ψυχολόγος Έρη Ιωαννίδου εξηγεί, πως η αλήθεια είναι ότι το σύνδρομο αυτό είναι αρκετά πιο σύνθετο σε ψυχολογικό επίπεδο. Έχει κυρίως να κάνει με τους αμυντικούς μηχανισμούς του θύματος που ενεργοποιούνται για την επιβίωσή του. Αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να περιλαμβάνουν την ενσυναίσθηση προς τον δράστη και την «δικαιολόγησή» του.
Σε κάθε περίπτωση για τις γυναίκες που θέλουν να ζητήσουν βοήθεια, υπάρχουν τρόποι:
• Η Γραμμή SOS 15900 είναι μια υπηρεσία εθνικής εμβέλειας που δίνει τη δυνατότητα στις γυναίκες θύματα βίας ή σε τρίτα πρόσωπα να επικοινωνήσουν άμεσα με ένα φορέα αντιμετώπισης της έμφυλης βίας.
• Οι γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας, για τις οποίες δεν είναι εφικτή η επικοινωνία με τις αρμόδιες υπηρεσίες εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας του θύτη, μπορούν να πηγαίνουν στα φαρμακεία και να ζητούν με διακριτικό τρόπο μία «Μάσκα-19».
• Το “Signal for Help” είναι ένα απλό σημάδι που γίνεται με το ένα χέρι. Δείχνεις την παλάμη σου, ακουμπάς πάνω σε αυτή την παλάμη σου και “κλειδώνεις” τον αντίχειρα με τα υπόλοιπα δάχτυλα, σαν να δημιουργείς μπουνιά.
Μιλώντας στην Κυριακάτικη Kontra news, η δικαστική ψυχολόγος Έρη Ιωαννίδου τονίζει πως από τα στοιχεία των φορέων είναι έκδηλο ότι έχουν υπάρξει περισσότερες καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας, σε διεθνές επίπεδο, κατά την περίοδο της καραντίνας. Αυτό βέβαια, όπως υποστηρίζει, δε σημαίνει ότι παρατηρείται και στα στοιχεία της αστυνομίας, καθώς άλλο το να ζητήσεις βοήθεια από έναν φορέα κι άλλο το να φτάσει η υπόθεση στις αρχές. Αυτά τα εγκλήματα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ανήκουν στη σφαίρα των σκοτεινών αριθμών εγκληματικότητας.

Επισημαίνει πως στα σπίτια που υπάρχει ήδη κακοποίηση ή προδιάθεση για κακοποίηση το πρόβλημα θα βγει στην επιφάνεια. Πιο συγκεκριμένα, το να βρίσκεται ένα ζευγάρι στον ίδιο χώρο συνεχώς θα φέρει ένταση και σίγουρα περισσότερες συγκρούσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πιο δύσκολο ακόμα και να τηλεφωνήσει το θύμα σε κάποιον φορέα για υποστήριξη.
Η κ. Ιωαννίδου τονίζει πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση για το πού μπορεί να αποταθεί μια γυναίκα η οποία έχει υποστεί κάποιο είδος βίας. Ενδεχομένως, δεν υπάρχει αρκετή προστασία ή τουλάχιστον δεν νιώθουν αρκετά ασφαλείς πως θα τύχουν της σωστής προστασίας και οικονομικής βοήθειας. Παράλληλα, υποστηρίζει πως είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν ακόμη και σε επίπεδο ενημέρωσης αλλά και πραγματικής βοήθειας οικονομικής και ψυχολογικής. Από τη μεριά της, χαρακτηρίζει τις καμπάνιες ιδιαίτερα σημαντικές, όμως με κεντρικό άξονα την ισότητα των φύλων και όχι αποκλειστικά την προώθηση του σεβασμού προς τις γυναίκες. Ίσως έτσι επιτευχθεί η απάλειψη του στερεότυπου της «αδύναμης» γυναίκας που πρέπει να «φροντίζουμε».
Κάθε γυναίκα μπορεί να πέσει θύμα κακοποίησης
Η έγκριτη επιστήμων υπογραμμίζει πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο προφίλ της γυναίκας-θύμα της ενδοοικογενειακής βίας. Πρόκειται για στερεότυπο ότι αυτό το πρόβλημα αφορά γυναίκες από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Δεν έχει ταξικούς, ούτε μορφωτικούς περιορισμούς. Δεν είναι μόνο οι αδύναμες γυναίκες τα θύματα. Υπάρχουν πολύ δυναμικές γυναίκες που επίσης έχουν δεχθεί βία. Το θέμα είναι όταν η γυναίκα αρχίζει να αντιλαμβάνεται την κακοποίηση να μην την αφήσει να εξελιχθεί. Αν αυτό συμβεί τότε περνάμε σε φαύλο κύκλο, από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε σωστή κοινωνική νοοτροπία. Πολλές φορές όταν ακούμε περιστατικά κακοποίησης ή βλέπουμε στα Social Media το μυαλό μας πάει αμέσως στο «κάτι θα του έκανε κι αυτή».
Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, η νοοτροπία είναι θέμα παιδείας που φυσικά ξεκινάει από την οικογένεια, αλλά συνεχίζει στην κοινωνία και τον μικρόκοσμο του κάθε ανθρώπου. Ενδεχομένως η ελληνική πατριαρχική κοινωνία με τις νέες γενιές να έχει αλλάξει, αλλά είναι τόσο μικρές οι αλλαγές που ίσως δεν είναι ακόμη ορατές. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
Δυστυχώς το ότι παραμένουμε μία πατριαρχική κοινωνία το βλέπουμε και σε θέματα δουλειάς και σε θέματα αποφάσεων νομικών ή και κοινωνικών.
Τέλος, η κ. Ιωαννίδου θέτει ένα εύλογο ερώτημα: Πώς γίνεται για ζητήματα τα οποία αφορούν γυναίκες να αποφασίζει μία επιτροπή ανδρών;
* Έρη Ιωαννίδου – Δικαστική Ψυχολόγος (MSc) & Personal Coach, διδάσκουσα στο Hellenic American College, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab