Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να λέμε ότι η συζήτηση για τις πρόωρες εκλογές, η περίφημη «εκλογολογία», ξεκινάει αμέσως μόλις τελειώνουν οι… προηγούμενες.
Πράγματι, ως χώρα, ως πολιτικό σύστημα αλλά και ως ΜΜΕ, έχουμε μία έφεση να παράγουμε περισσότερα τέτοιου τύπου σενάρια απ’ όσα μπορούμε να καταναλώσουμε. Μάλιστα, ειδικά όταν μία τετραετία φτάσει στο μέσον της, τα εκλογικά σενάρια δίνουν και παίρνουν. Αν, μάλιστα, κάνει κανείς το πείραμα να αναζητήσει κυριακάτικες αλλά και καθημερινές εφημερίδες όλων των περιόδων από τη δεκαετία του ’80 και μετά, θα διαπιστώσει ότι κάθε φορά που μία κυβέρνηση έφτανε στα μισά της θητείας της, τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν και περιγράφονταν με πηχυαίους τίτλους στον καθημερινό και τον κυριακάτικο Τύπο.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, τα «σενάρια» δεν είναι εφευρήματα, ούτε αποκυήματα της φαντασίας των συντακτών τους. Ενίοτε υπάρχουν και τέτοια, πράγματι.
Όμως, τις περισσότερες φορές, όλα τα σενάρια που διαβάζετε και ακούτε είναι οι κυρίαρχες συζητήσεις που διεξάγονται στο πολιτικό σκηνικό, είναι τα ενδεχόμενα που εξετάζονται σε δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία, ενώ ταυτοχρόνως κάποια εξ αυτών μετατρέπονται και σε «εισηγήσεις» προς τον εκάστοτε πρωθυπουργό ή τον εκάστοτε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Με άλλα λόγια, επειδή και αυτή η εφημερίδα που διαβάζετε έχει πρωταγωνιστήσει πολλές φορές σε τέτοιου τύπου αποκαλύψεις, η στήλη οφείλει να διευκρινίσει ότι το παρόν κείμενο δεν συνιστά αποδόμηση αυτών των αποκαλύψεων, αλλά επιχειρεί απλώς να θέσει ορισμένα πράγματα στην θέση τους και στη σωστή τους βάση. Πάμε, λοιπόν, στο «σήμερα»: πράγματι, η εκλογολογία δίνει και παίρνει και υπάρχουν σενάρια για… τα πάντα: με μία πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο –και όχι μόνο- θα βρείτε ρεπορτάζ που αιτιολογούν γιατί θα μπορούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να προσφύγει σε εκλογές τον προσεχή Μάρτιο, με το τέλος (;) της πανδημίας, αλλά και γιατί τον συμφέρει να κάνει εκλογές του φθινόπωρο του τρέχοντος έτους.
Η πραγματικότητα, μάλιστα, είναι πως αρκετά από τα επιχειρήματα που συνοδεύουν αυτά τα σενάρια είναι λογικοφανή –ή και λογικά. Για παράδειγμα, προφανώς έχει μία λογική ότι όσο νωρίτερα κάνει τις εκλογές ο πρωθυπουργός, τόσο λιγότερη φθορά θα εισπράξει. Βλέπετε, η κυβερνητική φθορά είναι για μία κυβέρνηση ό,τι ακριβώς είναι και ο θάνατος για τη ζωή μας: με το που γεννιόμαστε, το μόνο σίγουρο πράγμα είναι ότι θα πεθάνουμε. Και μία κυβέρνηση, λοιπόν, με το που παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, μετρά αντίστροφα έως ότου χάσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.
Η αδυναμία της αντιπολίτευσης να καρπωθεί τη φθορά ή η προκλητική ασυλία των ΜΜΕ έναντι της παρούσης κυβέρνησης μπορεί να είναι παράγοντες που θα καθυστερήσουν, ενδεχομένως, τις εξελίξεις, αλλά όχι που θα εμποδίσουν μία αναντίστρεπτη πορεία. Εξίσου λογικοφανές –ή, κατ’ άλλους, λογικό- είναι και το σενάριο ενός εκλογικού αιφνιδιασμού το φθινόπωρο: η πανδημία θα είναι παρελθόν, ο τουρισμός, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα έχει πάει εξαιρετικά και η κοινωνία θα βρίσκεται σε μία κατάσταση τεχνητής ευωχίας –ακρίβειας και ανατιμήσεων επιτρεπουσών- που θα επιτρέπει στον Κυριάκο Μητσοτάκη μία αξιοπρεπέστατη εκλογική επίδοση και διατήρηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων, ως αρχηγός του πρώτου κόμματος στο πολιτικό σκηνικό.
Ωστόσο, αν εξετάσουμε το θέμα «εκλογολογία» από την ανάποδη, θα διαπιστώσουμε ότι κανένα απ’ αυτά τα σενάρια, όσο κι αν κάποια έχουν μετατραπεί ακόμη και σε εισηγήσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι του Μεγάρου Μαξίμου, δεν έχουν καμία πολιτική λογική. Ή, τελοσπάντων, ότι η μόνη πολιτική λογική είναι, δεδομένων των συνθηκών, ασφαλώς, η εξάντληση της τετραετίας.
Δεδομένο πρώτο: οι συνομιλητές του πρωθυπουργού γνωρίζουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει όντως να κάνει τη διαφορά και να είναι ο πρώτος πρωθυπουργός μετά τον Κώστα Σημίτη που θα εξαντλεί την τετραετία, πηγαίνοντας σε εκλογές όταν αδειάζει η κλεψύδρα της κυβερνητικής του θητείας.
Δεδομένο δεύτερο: είτε τις εκλογές τις κάνει τώρα, είτε τον Μάρτιο- Απρίλιο, είτε το φθινόπωρο, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί να πάει καλύτερα απ’ όσο πήγε τον Ιούλιο του 2019.
Η κάλπη της απλής αναλογικής είναι γεμάτη εκπλήξεις, ενώ με δεδομένο ότι ο εκλογικός νόμος που θα ισχύσει σε τυχόν επαναληπτικές εκλογές θέτει τον πήχη της αυτοδυναμίας γύρω στο 38%, δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να… σύρει την χώρα σε επαναληπτικές εκλογές χάριν της… πολιτικής σταθερότητας.
Δεδομένο τρίτο: όσο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στη κατάσταση που είναι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν λόγο να θυσιάσει αρκετούς μήνες –ίσως και έναν ολόκληρο χρόνο- από μία θητεία κατά την οποία έχει «το μαχαίρι και το πεπόνι» ως αυτοδύναμος πρωθυπουργός, μόνο και μόνο για να προκαλέσει… τρικυμία στην Κουμουνδούρου.
Άλλωστε, όταν ένας πρωθυπουργός καλείται να αποφασίσει αν θα κάνει εκλογές, ο βασικός γνώμονας είναι αν μία τέτοια επιλογή κάνει καλό στον ίδιο, όχι αν κάνει κακό στον αντίπαλό του.