Ο Ἀλεξανδρος Κουμουνδουρος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους πολιτικοὺς τοῦ προπερασμένου αἰῶνα. Γενήθηκε τὸ 1814 στὴ Γαρμπιλὰ τῆς Δυτικῆς ἤ Ἀποσκιαδερῆς Μάνης καὶ ἦταν γόνος ἐπιφανοῦς οἰκογενείας. Ξεκίνησε τὴν πολιτικὴ του σταδιοδρομία ὡς Ἐπαναστάτης στὴν Κρήτη καὶ περάτωσε τὴ ζωὴ του στὶς 23 Φεβρουαρίου 1883, ἔχοντας προσθέσει στὸ ἑλληνικὸ κράτος 12.500 τ.χλμ. γῆς καὶ 285.000 ψυχὲς. Διότι ἐπὶ τῆς δικῆς του πρωθυπουργίας ἔγινε ἡ προσάρτηση τῆς Ν.Α. Ἠπείρου μὲ τὴν Ἄρτα καὶ τῆς Θεσσαλίας. Ὁ Κουμουνδοῦρος ἔζησε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὸ μικρό ἑλληνικὸ σκἀφος θαλασσοπνιγόταν μέσα στὶς τρικυμίες τῶν πολλαπλῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων, ὅπου ἡ ἐπεκτατικὴ λύσσα τῶν Μ. Δυνάμεων στὴν Ἀνατολή, λόγῳ τοῦ μακροχρόνιου ἐπιθανάτιου ρόγχου τοῦ «Μεγάλου Ἀσθενοῦς», δηλαδὴ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, προκαλοῦσε τέτοιο κλυδωνισμὸ ὥστε ἀπειλοῦσε μὲ καταποντισμὸ τὸ «σκαφίδιον» τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας.
Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς κρίσιμες καὶ χαοτικὲς στιγμὲς ὁ Μανιάτης πολιτικὸς εἶχε πάντα ἕνα λόγο παρηγορητικὸ καὶ ἐνθαρρυντικὸ ποὺ τὸν λέγαμε ὥς τὰ πρόσφατα χρόνια στὴ Μάνη: «Μὴ χάνεσαι», δηλαδὴ μὴν ἀπελπίζεσαι, μὴ χάνεις τὸ κουράγιο σου. Ἡ φράση ἔλαβε πανελλήνια ἐμβέλεια καὶ τὴν ἀξιοποίησε ἐπιτυχῶς ὁ ἀνακαινιστὴς τῆς ἑλληνικῆς δημοσιογραφίας Βλάσης Γαβριηλίδης. Ὁ ἀναμοχλευτὴς αὐτὸς τῆς πνευματικῆς (οὐσιαστικὰ χάρη σ’ αὐτὸν ἐπέζησε ὁ Παπαδιαμάντης) καὶ τῆς πολιτικῆς μας ζωῆς τὸ 1880 ἄρχισε νὰ ἐκδίδει τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα μιὰ σατυρικὴ ἐφημερίδα μὲ τίτλο τὴν Κουμουνδούρεια φράση: «Μὴ χάνεσαι». Σὲ λίγο ἡ ἐφημερίδα ἔγινε ἡμερήσια καὶ ἔλαβε σοβαρὸ πολιτικὸ χαρακτῆρα, χωρὶς εὐτυχῶς νὰ λείψει ποτὲ καὶ ἡ σάτιρα. Μὲ τὴν ἐφημερίδα αὐτὴ ὁ Γαβριηλίδης θέλησε νὰ ξορκίσει τὴν κακομοιριὰ, τὴν φοβοπάθεια τῶν τότε Ἑλλήνων, νὰ τονώσει τὸ ἠθικὸ τους, νὰ τοὺς κάνει νὰ πιστέψουν στὶς δικὲς τους δυνάμεις, μὲ ἄλλα λόγια νὰ δώσει μιὰ πνοὴ αἰσιοδοξίας στὸν τότε ἑλληνικὸ λαὸ, ποὺ εἶχε ἀπογοητευθεῖ, εἰδικὰ τὸ 1880, ἀπὸ τὴ στάση τῶν τότε Μεγάλων Δυνάμεων, ποὺ ἀγνόησαν τοὺς Ἐθνικοὺς πόθους τῶν Ἑλλήνων στὸ περιλάλητο Βερολίνειο Συνέδριο ὑπὸ τὸν Βίσμαρκ. Ὁ Γαβριηλίδης εἶχε δίκιο. Ἕνα χρόνο μετὰ, χάρη στὴν κινητοποίηση 40.000 στρατιωτῶν καὶ τὴν ἀπειλὴ ἐκ μέρους τοῦ Κουμουνδούρου ὅτι θὰ προβεῖ militari manu σὲ προσάρτηση τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θεσσαλίας, ἡ πρεσβευτικὴ διάσκεψη τῆς Κων/πόλεως ἐπεδίκασε στὴν Ἑλλάδα τὴ Ν.Α. Ἤπειρο καὶ τὴν Θεσσαλία, χωρὶς τὴν Ἐλασσώνα. Παρὰ τὶς συνήθεις μεμψιμοιρίες, ἡ προσάρτηση τῶν ἐδαφῶν αὐτῶν ἔναντι ἐλαχίστων θυσιῶν ἔδωσε καινούργια διάσταση στὸ ἑλληνικὸ κράτος καὶ νέες δυνατότητες στὸν ἑλληνικὸ λαὸ, τὸν ὁποῖο ὁ τότε μεγάλος βεζίρης ὀνόμαζε χλευαστικὰ «ἐθνάριον».
Τὸ «Μἠ χάνεσαι» διέκοψε τὴν κυκλοφορὶα του στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1883. Ὁ Κουμουνδοῦρος εἶχε πεθάνει στὶς 23 Φεβρουαρίου τῆς ἴδιας χρονιᾶς. Ὁ Γαβριηλίδης χρειαζόταν νέα δημοσιογραφικὴ ἔπαλξη. Ἔτσι μετὰ τὸ κλείσιμο τοῦ «Μἠ χάνεσαι» ἄρχισε νὰ ἐκδίδει τὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολιν», μιὰ ἐφημερίδα ποὺ ἄφησε ἐποχή. Στὴν Ἑλλάδα ἄρχισε νὰ πνέει μιὰ νέα ἀναζωογονητικὴ πνοή. Ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τοῦ Χαρ. Τρικούπη. Μπορεῖ τότε ὅσα ἔγιναν –καὶ ἦσαν πολλὰ– νὰ μὴ ἦσαν ὅλα καλὰ καὶ σωστὰ, ἀλλ’ ἡ Ἑλλὰς ἄρχισε νὰ παίρνει μορφὴ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ κράτους. Τὸ «Μή χάνεσαι» τοῦ Κουμουνδούρου τότε καὶ μετὰ βρῆκε συχνὰ τὴ δικαίωσὴ του. Γιατὶ νὰ μὴ βρεῖ καὶ στὴν παροῦσα ἐποχὴ; Μπορεῖ –λόγῳ τῆς κακοκεφαλιᾶς μας– νὰ πέσαμε σὲ ἄπατο γκρεμό. Αὐτὸ, ὅμως, μπορεῖ νὰ μᾶς βγεῖ σὲ καλό. Νὰ γίνει σωσμός. Ἀρκεῖ νὰ ξεκινήσει ἕνας σεισμὸς ἐθνικῆς ἀφυπνίσεως, ἐθνικῆς δημιουργίας. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀπαιτεῖ πίστη στὶς δικὲς μας δυνάμεις καὶ στὶς δυνατότητες τῆς χώρας μας. «Τίποτε δὲν χάνεται, ὅπως λέει ὁ Σολωμὸς, ἄν μένει ἡ ψυχὴ στητὴ κι ὁλόρθη».
Μὴ χανόμαστε λοιπόν…
www.sarantoskargakos. gr