Τα όσα συμβαίνουν στην Βραζιλία, έχουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός «μεταμοντέρνου πραξικοπήματος», όπως, πρώτος, το είχε περιγράψει, ο Ιταλός σοσιαλιστής ηγέτης Μπετίνο Κράξι. Ο Ιταλός πολιτικός, μπορεί να μην ήταν «αθώα περιστερά», αλλά είχε με ακρίβεια περιγράψει το πώς επιτεύχθηκε η βίαιη και στα όρια της δημοκρατικής-κοινοβουλευτικής νομιμότητας αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, σε μια χώρα, στην «καρδιά» της Ευρώπης, με αφορμή ή και πρόσχημα, υπαρκτά, διογκωμένα ή και κατασκευασμένα φαινόμενα διαφθοράς. Ήταν η «πρόβα» για όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται στην ήπειρό μας, τα τελευταία χρόνια, με αφορμή, τούτη τη φορά, την οικονομική κρίση. Είδαμε, επί παραδείγματι, πως χειραγωγήθηκαν ή ανατράπηκαν κυβερνήσεις στην Ελλάδα, πως επιχειρήθηκε η αποτροπή ανεπιθύμητων εξελίξεων στην Πορτογαλία, ή πως αποδομούνται εκλεγμένες κυβερνήσεις, υπό τον έλεγχο γραφειοκρατικών σωμάτων, χωρίς καμία λαϊκή νομιμοποίηση. Η «συνταγή» μεταφέρθηκε στη Λατινική Αμερική, προκειμένου να ανακοπεί ή και να συντριβεί οριστικά το κύμα ριζοσπαστισμού. Είδαμε πως υπονομεύτηκε η κυβέρνηση Φερνάντεζ στην Αργεντινή, με «όχημα» το χρέος της χώρας, πως οργανώθηκε το «τηλεοπτικό πραξικόπημα» στη Βενεζουέλα, κατά του Τσάβες και, τώρα, ολοκληρώνεται το σκηνικό, με την προσπάθεια ανακοπής της αντίστοιχης ριζοσπαστικής τάσης, στη χώρα των «φαβέλας». Να θυμίσουμε ότι είχε προηγηθεί η προσπάθεια ηθικής ακύρωσης του πρωτεργάτη, προκατόχου και «πολιτικού μέντορα» της σημερινής προέδρου, Λούλα Ντα Σίλβα. Αξίζει, εν προκειμένω, για να καταδειχθεί περί τίνος πρόκειται, ορισμένα στοιχεία: Πρώτον, η κ. Ρούσεφ, δεν κατηγορείται για προσωπικό πλουτισμό (δε βρέθηκαν τραπεζικοί λογαριασμοί της στο εξωτερικό, όπως είπε και η ίδια) αλλά για «αλλοίωση» των στοιχείων του προϋπολογισμού, δηλαδή για μια πράξη, όπως γνωρίζουμε από την καθ’ ημάς εμπειρία, που, στην πιο σκληρή εκδοχή, αποτελεί στοιχείο πολιτικής κριτικής. Δεύτερον, η απόφαση για την παραπομπή και την καθαίρεση από το προεδρικό αξίωμα, προωθείται, με βάση μια αμφιλεγόμενη Συνταγματική διάταξη, όχι από το «φυσικό δικαστή», αλλά από τη Βουλή και τη Γερουσία, δύο, δηλαδή, κατ’ εξοχήν πολιτικά σώματα, που δεν παρέχουν τα εχέγγυα της ουδετερότητας και αμεροληψίας. Τρίτον, οι πρωτοστατήσαντες στην παραπομπή, όπως ο επίδοξος διάδοχος της και ο πρόεδρος της Βουλής, όχι μόνο είχαν και οι ίδιοι συμπράξει στο αδίκημα, για το οποίο κατηγορούν την πρόεδρο, αλλά είναι μπλεγμένοι σε υποθέσεις διαφθοράς. Με τέτοιους κριτές…