Με θέμα την επικοινωνιακή υπερεπένδυση

Με το ταρακούνημα που έχει υποστεί η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από την επικοινωνιακή υπερεπένδυση στην διαδικασία των τηλεοπτικών αδειών (συμβολικά: από το μοίρασμα των 248:3 εκατομμυρίων των υπερθεματιστών/καναλαρχών σε κοινωνικούς σκοπούς στο δυσοίωνο σασπένς στο ΣτΕ για την συνταγματικότητα της διαδικασίας/του Νόμου Παππά), δεν είναι χωρίς εξήγηση η τωρινή υπερεπένδυση που επιχειρείται να γίνει στην πολιτική διαπραγμάτευση για το ζεύγμα “δεύτερη αξιολόγηση του Μνημονίου-3 /ελάφρυνση του χρέους” (αυτού την πρώτη πράξη ζήσαμε με την παρουσία Τσίπρα στην Κορυφή των Βρυξελλών: την στιγμή που σύρονται οι γραμμές αυτές, είναι γνωστές μόνον οι αρχικές φάσεις του εν λόγω μίνι-δράματος).

Επειδή και αυτή η φάση θα είναι μακρόσυρτη ακόμη κι αν ευοδωθούν οι πλέον  θετικές προβλέψεις – ήδη εδώ υπάρχει μια πρώτη αυτοτρικλοποδιά: η νωπή ακόμη εμπειρία της διαπραγμάτευσης του 2015, αλλά και εκείνη της πολύμηνης πρώτης αξιολόγησης θάταν καλό να μας είχε διδάξει ότι η σε κάθε βήμα προβολή αισιοδοξίας, “άντε και στην επόμενη κορφούλα τέλειωσε η πορεία!” δεν κάνει καλό εντέλει. κουράζει. απονομιμοποιεί – χρήσιμο θα ήταν να καταστάλαζαν κάποιες δυσάρεστες αλήθειες. Δυσάρεστες, πλην αλήθειες. Πρώτον, εκείνο που αποκαλείται “πολιτική διαπραγμάτευση” έχει ένα θεμελιώδες προαπαιτούμενο: όπως τα παγόβουνα, το μεγάλο, το πολύ μεγάλο τμήμα βρίσκεται κάτω από το νερό. όσο περισσότερο προαναγγέλλεται ή σχολιάζεται δημόσια, τόσο πιο πολύ “καίγεται”. όταν δε δημιουργηθεί η αίσθηση ότι την πολιτική διαπραγμάτευση η μια πλευρά την αξιοποιεί κυρίως επικοινωνιακά, τότε… παύει να είναι είτε πολιτική, είτε διαπραγμάτευση!

Αυτό το σχόλιο αφορά την όχι-και-τόσο σοβαρή υπόθεση της διαμεσολάβησης Μάρτιν Σουλτς – Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και σημαντικού αρμού της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, μέχρι φιλοδοξιών του να εμφανισθεί ως Kanzlerkandidat και να διαδραματίσει ρόλο στις μετεκλογικές ανασυνθέσεις στην Γερμανία… Ο Σουλτς, παρά την σχεδόν απορημένη διάψευσή του όταν η Ελληνική πλευρά “επικοινώνησε” δια διαρροής πρόθεσή του να λειτουργήσει μεσολαβητικά ώστε να πάει κάπως πίσω η άκαμπτη άρνηση Γερμανίας (=Σώϋμπλε) για οποιαδήποτε συζήτηση για το Ελληνικό χρέος μέχρι να ολοκληρωθεί το Μνημόνιο-3 στα μέσα του 2018, πάντως μέχρι να πέσει η αυλαία των Γερμανικών εκλογών του 2017, και είχε προθυμοποιηθεί “κάτι” να διακινήσει, και θα πράξει. Όμως η υπερπροβολή της πρόθεσής του δια της Ελληνικής διαρροής έκαψε την πολιτική λειτουργία του (περιορισμένη ούτως ή άλλως, αλλά υπαρκτή).

Ύστερα, η καημένη η πολιτική διαπραγμάτευση έχει περιεχόμενο όταν έχει τεχνικό/τεχνοκρατικό υπόστρωμα. Εδώ να σπεύσουμε να καταθέσουμε την αντίληψη, πανταχόθεν, ότι στο ζήτημα του Ελληνικού χρέους έχει γίνει σοβαρή προεργασία. Και απο τον ESM, που έχει στα χέρια του το περισσότερο Ελληνικό χαρτί, και απο τον επιμελή δικό μας ΟΔΔΗΧ (αλλά και απο την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος, ακόμη πιο σιωπηλά). Και εδώ, όμως, άμα οι προβολείς της δημοσιότητας πέφτουν ισχυροί πάνω στην προετοιμασία, οι υπεύθυνοι γι αυτήν αποσύρονται – τουλάχιστον μέχρι να φύγει το πολύ φως δημοσιότητας. Αποτέλεσμα; Καθυστέρηση της ουσιαστικής συζήτησης.

Να πούμε και το τελευταίο, του δικού μας συναφιού: η βολική πρακτική των non-papers, που “οδηγεί” επ’ εσχάτων την επικοινωνιακή διαχείριση, έχει φέρει στον μηντιακό χώρο ακόμη ισχυρότερη από την (ήδη δυσάρεστη) οπαδικότητα. Ευθύς ως κατατεθεί μια τοποθέτηση, η μια πλευρά την ενσωματώνει ως μόνη αλήθεια, η άλλη σπεύδει να την αποδομήσει: έτσι, όχι μόνον η παλιά εκείνη έννοια του ρεπορτάζ – ξέρετε; “Ψάχνω να βρω τι τρέχει, πάω στις πηγές μου, σκαλίζω” – αλλά και η ίδια η κριτική σκέψη , το ζύγιασμα των πραγμάτων, η εκτίμηση του δημοσιογράφου αποστρατεύεται. Κακό.

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή