Θα προσπεράσουμε το σοκ από τα νούμερα για την απώλεια αξίας, με την κατάρρευση των τιμών των ακινήτων, κάτω από την τριπλή πρέσσα: γενική ύφεση με απώλεια 27% του ΑΕΠ σε 5 χρόνια, εξαφάνιση της τραπεζικής χρηματοδότησης, φορολογική παράνοια με κορώνα τον ΕΝΦΙΑ. Δεν μένουμε σ’ αυτό, επειδή ο ένας έλεγε ότι χάθηκαν 2 τρις σε αξίες, ο άλλος 500 δις. Πάντως, οι αξίες έχουν υποχωρήσει μέχρι και 70% από την εποχή της φούσκας…
Πάμε όμως απευθείας στις στάσεις της κοινής γνώμης “απέναντι στα ακίνητα”. Από έρευνα/δημοσκόπηση της Marc, του Θωμά Γεράκη, προκύπτει ότι στάσεις δεκαετιών έχουν εντυπωσιακά μετακινηθεί με την επίπτωση της κρίσης. Σε μια χώρα όπου το “να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας” ήταν – για όλη την μεταπολεμική περίοδο! – υπέρτατη αξία, ήδη οι μισοί από τον κόσμο δηλώνουν ότι “είναι πιο συμφέρον να νοικιάζεις, παρά να αγοράζεις σπίτι”. Από δίπλα σ’ αυτό το εύρημα, μόλις το 4% έχει την πρόθεση να αγοράσει ακίνητα μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα. (Και να σκεφθεί κανείς ότι υπάρχει συνεχή αναζήτηση για “σωστικές επενδύσεις” των όποιων καταθέσεων έχουν απομείνει, “ώστε να μην φαγωθούν από ένα ενδεχόμενο bail-in”…).
Γιατί; Είναι απλό! Το 31% των ερωτώμενων δηλώνει ότι δεν θα μπορέσει φέτος να πληρώσει τον αναλογούντα ΕΝΦΙΑ. Ένα αντίστοιχο ποσοστό – όχι όμως ο ίδιος πληθυσμός… – 30% εκτιμά ότι δεν μπορεί να εξυπηρετήσει (“κανονικά”) το ενυπόθηκο στεγαστικό του. Ενώ 25% δηλώνει ότι φοβάται μήπως χάσει το σπίτι του σε πλειστηριασμό. Αυτή η βαθύτερη μεταστροφή της στάσης απέναντι στην φιλοσοφία του “όποιος επένδυσε στην Ελλάδα σε ακίνητο, ποτέ δεν έχασε”, είναι από τις πιο σημαντικές κοινωνικές μεταλλάξεις μετά την κρίση.
Όποιος τώρα, θέλει κάτι λίγο πιο αισιόδοξο, ας πάει σ’ ένα άλλο μέτωπο, στο οποίο αναφέρθηκε εν παρόδω και ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Τρύφων Αλεξιάδης, αλλά που απασχόλησε και άλλους (το πιο ενδιαφέρον: από την Εθνική Τράπεζα αλλά και το ΤΑΙΠΕΔ). Πρόκειται για εκείνο της ανάπτυξης της αγροτικής γης, της γης δηλαδή που προορίζεται για γεωργικούς/παραγωγικούς σκοπούς. Η στροφή στην πρωτογενή παραγωγή αν δηλαδή είναι να ξεφύγουμε ομαλότερα απο την κρίση, φέρνει στο προσκήνιο μια σημαντική διάσταση – η οποία ως τώρα οριακά μόνον απασχόλησε το ΤΑΙΠΕΔ. Σ’ αυτό το μέτωπο, όμως, υπάρχει το ζήτημα τόσο των χρήσεων γης, όσο και εκείνο του μικρού γεωργικού κλήρου. Η πλειονότητα των αγροτών στην Ελλάδα βρίσκεται κοντά στα 20 στρέμματα. Ενώ ο τελευταίος αναδασμός, (που π.χ. στην Ολλανδία γίνεται τακτικά ανά 10ετία) ανάγεται σ’ εμάς στην δεκαετία του ’50, και πάλι σε περιορισμένη κλίμακα…
Καθώς πάντως λίγο-πολύ όλοι στρέφονταν στο άγος της υπερφορολόγησης, έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς μιαν εποικοδομητική πρόταση: το ενδεχόμενο “φόρου 2 ταχυτήτων”, που να δίνει ιδιαίτερη/ευμενέστερη αντιμετώπιση στα παραγωγικά ακίνητα.
Τέλος, στην δομική μεταβολή της οικιστικής αγοράς που (κατά την Δίκα Αγαπητίδου) “εμφανίζεται μεταλλαγμένη σε σχέση με τα παλιότερα χρόνια”, έχουμε νέες τάσεις να εγκαθίστανται όπως εκείνη που θέλει τους ιδιοκτήτες να επιδιώκουν (ή: να δέχονται) συμμετοχή στις κατασκευαστικές εργασίες. Άμα, τώρα, αυτό συνδεθεί με την τάση για βελτιώσεις, ανακαινίσεις, αναζήτηση νέων χρήσεων, τότε προκύπτει ένα ενδεχόμενο ριζικής αλλαγής του παραδοσιακού δίπολου “αντιπαροχή” και “όλες οι επιλογές στον εργολάβο/κατασκευαστή”, που είχε κυρίως οδήγησε το ακίνητο από την εποχή του ’50 έως και το 2010.