Η προχθεσινή μας ανάλυση εστιάστηκε στην πρόσφατη ετήσια Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ή Έκθεση του Διοικητή), καυτηριάζοντας το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία της Έκθεσης υπάρχουν τεχνοκρατικές ανακρίβειες και παρερμηνείες της σοβούσας κρίσης της εθνικής μας οικονομίας. Το κεφάλαιο 16 της Έκθεσης αφιερώνεται στις δημοσιονομικές εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σε κάποιο σημείο οι συντάκτες του συγκεκριμένου κεφαλαίου αναφέρουν τα εξής: «Αναμφισβήτητα, τα τελευταία έξι έτη έχει συντελεστεί πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή μέσα από σειρά δημοσιονομικών μέτρων που ήταν επώδυνα για την πραγματική οικονομία και κοινωνία. Τα αποτελέσματά της αποτυπώνονται στη βελτίωση του διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, με φθίνοντα όμως πορεία τα τελευταία δύο έτη. Η επιτευχθείσα δημοσιονομική προσαρμογή αποτυπώνεται στην πρωτοφανή βελτίωση του διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, η οποία αφού κορυφώθηκε σε περίπου 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ την περίοδο 2010-2013, περιορίστηκε ελαφρά σε περίπου 16 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2010-2014 και αναμένεται να περιοριστεί περαιτέρω σε περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2010-2015».
Μετά από τόσες θυσίες του ελληνικού λαού, η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή που διακρίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, λογικά θα έπρεπε να αποτυπωνόταν στη μείωση του δημοσίου χρέους. Λόγω στενότητας χώρου, δύο μόνο ποσοτικές διαπιστώσεις αρκούν, για να διαπιστωθεί η συνεχής επιδείνωση του δημοσιονομικού μας προβλήματος μετά το 2009.
Ως γνωστόν, το 2012 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης κουρεύτηκε δύο φορές και πιο συγκεκριμένα το Φεβρουάριο και τον Δεκέμβριο του 2012. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι το πρώτο κούρεμα συνέβαλε στην ελάττωση του χρέους κατά 106 δις €. Οι πηγές του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αναφέρουν ότι το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από 368 δις ευρώ (€) τον Δεκέμβριο του 2011 έπεσε στα 265 δις € στις αρχές Μαρτίου του 2012. Τον Δεκέμβριο του 2012 το δεύτερο κούρεμα συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση του χρέους κατά 32 δις €, αναμένοντας στη συρρίκνωση του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης τουλάχιστον σε 235 δις €. Το εύλογο ερώτημα είναι: Γιατί το χρέος της κεντρική κυβέρνησης από 265 δις € στις αρχές Μαρτίου του 2012 ή 235 δις € που θα έπρεπε να ήταν τον Δεκέμβριο του 2012, παραδόξως εκτινάχτηκε σε 305 δις τον Δεκέμβριο του 2012 και 326 δις € τον Δεκέμβριο του 2015; Η συνεχής ανοδική τάση του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης, καταμαρτυρεί όχι μόνο την παταγώδη αποτυχία των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, αλλά πιστοποιεί την δραματική επιδείνωση των Δημοσίων Οικονομικών της χώρας.
Το δεύτερο ποσοτικό δεδομένο σχετίζεται με την ιλιγγιώδη άνοδο των πιστωτικών εσόδων, δηλαδή του συντελούμενου δανεισμού του Υπουργείου Οικονομικών για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου. Γιατί την περίοδο 2010-2015 τα πιστωτικά έσοδα από 65,6 εκτινάχτηκαν σε 764,3 δις €; Η τρομακτική άνοδος των πιστωτικών εσόδων συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια του 2016. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού, την περίοδο Ιανουαρίου 2015-Ιανουαρίου 2016 τα πιστωτικά έσοδα από 19,3 εξακοντίστηκαν σε 33,8 δις €. Σε ποιους παράγοντες αποδίδεται η αστρονομική αύξηση των πιστωτικών εσόδων; Μήπως ένα σημαντικό μέρος των πιστωτικών εσόδων θα έπρεπε να αθροιζόταν στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας; Αν ναι, τότε δεν συνάγεται ότι υποεκτιμάται το πραγματικό μέγεθος του δημοσίου χρέους της χώρας; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα θα έπρεπε να απαντηθούν από το επιστημονικό δυναμικό της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος οφείλει να επιδεικνύει αντικειμενικότητα και αμεροληψία κατά την διερεύνηση των τάσεων και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και όχι να υποστηρίζει ότι τα μνημόνια συνέβαλαν στην πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας.