Μετά το 2011 και για πέμπτο συνεχή χρόνο, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ξεπερνά το 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Είμαστε η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανάπτυξης είναι ότι η απασχόληση σημειώνει διαχρονική άνοδο και γι’ αυτό η ανεργία δεν αποτελεί πρόβλημα για την κοινωνία. Όταν η οικονομία μιας χώρας αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς π.χ. 3% ή 4%, δημιουργούνται νέες θέσεις απασχόλησης και άρα απορροφώνται οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, με συνέπεια το ποσοστό ανεργίας να κυμαίνεται σε ποσοστά κάτω του 5%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2015 το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας διαμορφώθηκε σε 24,9%, που μεταφράζεται σε 1.197.000 ανέργους. Το 2008 το ποσοστό ανεργίας ήταν 7,6% και ο απόλυτος αριθμός των ανέργων μόλις 377.900 άτομα.
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο στο ΜΠΔΣ (Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής) 2016-2020, προβαίνει στην οπτιμιστική πρόβλεψη ότι το ποσοστό ανεργίας από 24,9% θα πέσει σε 16%. Για την περίοδο 2016-2020, ο προβλεπόμενος μέσος αναπτυξιακός ρυθμός είναι γύρω στο 2,8%. Δηλαδή, οι κυβερνητικοί τεχνοκράτες των μνημονίων, πιστεύουν ότι κατά την περίοδο 2016-2020, μέσοι αναπτυξιακοί ρυθμοί της τάξης του 2,8%, επαρκούν για την ελάττωση του ποσοστού ανεργίας κατά 8,9 ποσοστιαίες μονάδες (24,9%-16,0%=8,9%). Μετατρέποντας τα ποσοστά σε αριθμούς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με το κουαρτέτο προσδοκούν την περίοδο 2016-2020, οι άνεργοι από 1.197.000 να μειωθούν σε 833.500 άτομα. Και το εύλογο ερώτημα είναι: Μέσοι αναπτυξιακοί ρυθμοί γύρω στο 2,8%, αρκούν για την ελάττωση του ποσοστού ανεργίας την περίοδο 2016-2020 από 24,9% σε 16%; Η απάντηση είναι σαφώς όχι και τούτο για μια πλειάδα παραγόντων.
Λόγω στενότητας χώρου, θα αναφερθούμε σε έναν μόνο αιτιώδη παράγοντα και πιο συγκεκριμένα στη σύγκριση του μέσου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης του 3% με το βαθμό απορροφητικότητας της ελληνικής αγοράς εργασία. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατά την περίοδο 1994-2008, ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδος ήταν 3,6% και ο απόλυτος αριθμός των απασχολουμένων από 3.789.600 αυξήθηκε σε 4.559.300 άτομα. Δηλαδή, την περίοδο 1994-2008 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ποσοστό 3,6% κάθε χρόνο, συνέβαλε στην αύξηση των απασχολουμένων κατά 54.979 άτομα ετησίως (4.559.300-3.789.600=769.700:14=54.979). Αυτό σημαίνει ότι την περίοδο 1994-2008, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας και άρα ο βαθμός απορροφητικότητας της ελληνικής αγοράς εργασίας, ήταν 54.979 άτομα κάθε χρόνο.
Το εργατικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται το 2016 σε 4.828.000 άτομα. Έστω ότι την περίοδο 2016-2020, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας είναι 54.979 άτομα το χρόνο, με συνέπεια το 2020 το εργατικό δυναμικό της χώρας να ανερχόταν σε 5.047.916 άτομα. Στην περίπτωση αυτή, ο απόλυτος αριθμός των απασχολουμένων από 3.683.000 άτομα το 2016 θα αυξανόταν σε 4.240.250 άτομα το 2020. Αν το 2020 το ποσοστό ανεργίας διαμορφωθεί σε 16%, δηλαδή όσο προβλέπεται στο ΜΠΔΣ 2016-2020, συνάγεται ότι το 2020 οι άνεργοι θα ήταν 807.667 άτομα (5.047.916×16%=807.667). Αυτό σημαίνει ότι την τετραετία 2017-2020, η ελληνική αγορά εργασίας θα απορροφούσε 84.333 άτομα κάθε χρόνο (1.145.000-807.667=337.333:4=84.333). Ποιος σώφρων νους μπορεί να υποστηρίξει ότι την περίοδο 2017-2020, με μέσους ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς γύρω στο 2,8%, οι απασχολούμενοι στην ελληνική οικονομία θα αυξάνονται 84.333 άτομα το χρόνο, όταν την περίοδο 1994-2008 που ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός ήταν 3,6%, η απορροφητικότητα στην αγορά εργασίας ήταν 54.979 άτομα κάθε χρόνο; Η απορροφητικότητα 84.333 εργαζομένων από την ελληνική αγορά εργασίας κάθε χρόνο και επί τέσσερα συναπτά έτη, θα απαιτούσε αναπτυξιακούς ρυθμούς τουλάχιστον 8%. Με μέσους αναπτυξιακούς ρυθμούς 2,8%, το ποσοστό ανεργίας θα ήταν 16% ,όχι το 2020, αλλά το 2030. Με εκθέσεις ιδεών δεν αντιμετωπίζονται τα πολύπλοκα προβλήματα της εθνικής μας οικονομίας, όπως είναι το δραματικό πρόβλημα της τεράστιας ανεργίας.