Πολλοι φοιτητές και φίλοι με ρωτούν: Πώς βλέπετε κύριε καθηγητά τις εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας; Θα πάμε καλύτερα ή χειρότερα; Οι απαντήσεις μου τα τελευταία χρόνια είναι στερεότυπες, όπως τα βλέπω “μαύρα και άραχνα”, “κάθε πέρσι και καλύτερα”, “δυστυχώς τα χειρότερα είναι μπροστά μας”. Στις απαντήσεις αυτές, αρκετοί φοιτητές και φίλοι μου λένε: Γιατί τόση απαισιοδοξία κύριε καθηγητά; Αναφορικά με την αιτιολόγηση των απαντήσεών μου, “μαύρα και άραχνα”, “κάθε πέρσι και καλύτερα” ή τα “χειρότερα είναι μπροστά μας”, θα ήθελα να διευκρινίσω, ότι, οι προβλέψεις του οποιουδήποτε οικονομολόγου ως προς τις μελλοντικές εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας, εξαρτώνται από δύο βασικούς παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας αφορά τη στάθμη και την ποιότητα του επιστημονικού-τεχνοκρατικού του υποβάθρου. Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με την ικανότητα του οικονομολόγου και γενικότερα του οποιουδήποτε κοινωνικοοικονομικού αναλυτή, να εντοπίζει εκείνους τους ποσοτικούς και τους ποιοτικούς παράγοντες, οι οποίοι προκαλούν την παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας και συντελούν στην ανεξέλεγκτη άνοδο του δημοσίου χρέους της χώρας.
Δύο είναι τα κύρια ερωτήματα που ανακύπτουν στην περίπτωση της εθνικής μας οικονομίας: 1) Γιατί η ελληνική οικονομία μετά το 2007 διέρχεται φάση παρατεταμένης ύφεσης και αδυνατεί να εισέλθει στη φάση της ανάκαμψης; Και 2) Γιατί το δημόσιο χρέος της χώρας μετά το 1980 και ιδίως μετά το 2012 που κουρεύτηκε κατά 138 δις ευρώ (€), εξακολουθεί να αυξάνει με ανεξέλεγκτους ρυθμούς; Ξεκινάμε με την ανάλυση του πρώτου ερωτήματος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτυχθεί για δομικούς και θεσμικούς παράγοντες. Ο σημαντικότερος όλων των παραγόντων είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν είναι ανταγωνιστική. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που προσδιορίζει το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μιας χώρας, είναι ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών της σε αγαθά και υπηρεσίες. Όσες χώρες της διεθνούς οικονομίας επιτυγχάνουν ικανοποιητικές αναπτυξιακές επιδόσεις, όπως για παράδειγμα μέσους ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς άνω του 2,5%, διαπιστούται ότι το εξαγωγικό τους εμπόριο συνιστά το όχημα της αναπτυξιακής τους πορείας.
Πολλές είναι οι περιπτώσεις χωρών που θα μπορούσαν να αναφερθούν. Ενδεικτικά θα σχολιάσουμε τις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Νότιας Κορέας. Την περίοδο 1985-2015, ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός αμφότερων των χωρών ανήλθε γύρω στο 6%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, την περίοδο 1985-2015 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ιρλανδίας από 7 εκτινάχτηκαν σε 289 δις $ και της Νότιας Κορέας από 31 εξακοντίστηκαν σε 634 δις $. Άμεσο αποτέλεσμα της εντυπωσιακής αύξησης των εξαγωγών τους, ήταν την περίοδο αυτή το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) σε τρέχουσες τιμές της Ιρλανδίας από 21 να αυξηθεί σε 238 δις $ και της Νότιας Κορέας από 104 να ανέλθει σε 1.378 δις $. Όσες χώρες δεν επιτυγχάνουν τη διαχρονική άνοδο των εξαγωγών τους, αντιμετωπίζουν σοβαρά προσκόμματα στην αναπτυξιακή τους πορεία και αρκετές εξ αυτών σέρνονται για αρκετά χρόνια στο τούνελ της ύφεσης. Και ο αδαής με το αντικείμενο της Οικονομικής Επιστήμης θα διερωτηθεί: Γιατί η διαχρονική άνοδος των εξαγωγών συνιστά το σπουδαιότερο παράγοντα της επίτευξης σημαντικών και διατηρήσιμων αναπτυξιακών ρυθμών;
Οι εξαγωγές αποτελούν μέρος της εγχώριας παραγωγής που πωλείται (εξάγεται) σε άλλες χώρες. Άρα, όσο αυξάνονται οι εξαγωγές μιας χώρας, τόσο περισσότερο αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Ως γνωστόν, το ΑΕΠ μιας χώρας είναι η αξία της δαπάνης για την αγορά τελικών αγαθών και υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του έτους. Συνεπώς, η διαχρονική αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών συντελεί στη συνεχή άνοδο του ΑΕΠ. Όσες χώρες δεν πληρούν αυτόν το θεμελιώδη κανόνα, δηλαδή να επιτυγχάνουν τη διαχρονική διεύρυνση του εξαγωγικού τους εμπορίου, είναι αδύνατον να πραγματοποιούν αξιόλογες αναπτυξιακές επιδόσεις και ταυτόχρονα η αναπτυξιακή τους διαδικασία να είναι διατηρήσιμη. Κλασική είναι η περίπτωση της Ελλάδας. Μια χώρα, η οποία μετά το 2008 βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της διαιωνιζόμενης οικονομικής-δημοσιονομικής κρίσης. Την περίοδο 2008-2016, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της χώρας μας από 54 εκτιμάται ότι θα πέσουν στα 49 δις ευρώ. Αυτή και μόνο η δυσμενέστατη εξέλιξη, αιτιολογεί γιατί την περίοδο 2008-2016, η συνολική μείωση του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας σημείωσε ποσοστιαία μείωση σχεδόν -30%. Με συνεχιζόμενη την ακαμψία του εξαγωγικού μας εμπορίου, πέραν πάσης αμφιβολίας τα χειρότερα είναι μπροστά μας. Δηλαδή, μαύρα και άραχνα τα χρόνια που έρχονται.