Για να είμαστε δίκαιοι, πάντα στις επιλογές της εκάστοτε πλειοψηφίας, δηλαδή του εκάστοτε πρωθυπουργού για να τα λέμε με τ` όνομα τους, για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, υπεισέρχονταν, αν δεν πρυτάνευαν κιόλας, πολιτικά κριτήρια και κομματικοί υπολογισμοί.
Το 1975, επί παραδείγματι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, όντος στο απόγειο της ισχύος που βρέθηκε ποτέ πρωθυπουργός, ως ένα πρόσωπο του στενού του περιβάλλοντος, απολύτως έμπιστο, με το οποίο διατηρούσε και μακρόχρονους οικογενειακούς-φιλικούς δεσμούς. Στοιχεία που δικαιολογούσαν τις δημοσιογραφικές εκτιμήσεις της εποχής, ότι ο πρώτος Πρόεδρος της μεταχουντικής μας δημοκρατίας, με πλήρη θητεία, αποδεχόταν το ρόλο του οιονεί μεταβατικού Προέδρου, «ζεσταίνοντας την καρέκλα» για τον ίδιο το γενάρχη της συντηρητικής παράταξης. Όπως και έγινε.
Το 1985 ήταν η πρώτη και τελευταία Προεδρική εκλογή, που σημαδεύτηκε από πρωτοφανή πολιτική ένταση, αλλά και υπηρέτησε μια ολοκληρωμένη πολιτική επιδίωξη. Η επιλογή του αρεοπαγίτη Χρήστου Σαρτζετάκη, εμφανίστηκε ως μια κίνηση ρήξης με τον ιστορικό ηγέτη της συντηρητικής παράταξης και ότι ο τελευταίος αντιπροσώπευε και σηματοδοτούσε, με την παρουσία του στον Πολιτειακό θώκο. Ταυτόχρονα δε συνοδεύτηκε από μια κίνηση έμπρακτης αμφισβήτησης του διαμορφωμένου στάτους, με την κατάθεση πρότασης για αναθεώρηση του Συντάγματος, ως προς το κεφάλαιο των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συμπληρώθηκε δε εκείνη η συνολική παρέμβαση του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, που όντως άλλαξε το πολιτικό σκηνικό, όπως ανέφερε και ο ίδιος, με την προκήρυξη εκλογών, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου.
Το 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που μόλις είχε ανέλθει στον πρωθυπουργικό θώκο, επικεφαλής μιας οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ήταν ο μόνος από τους πρωθυπουργούς της μεταπολίτευσης, που, λόγω των οριακών συσχετισμών, δεν ένιωθε τόσο ισχυρός, ώστε να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Κατά κάποιο τρόπο και ο ίδιος έχει αναγνωρίσει, στην κατά ένα τρόπο αυτοβιογραφία του, ότι η πρόταση για την επιστροφή, επί της ουσίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο Προεδρικό Μέγαρο, υπαγορεύτηκε από τις λεπτές εσωκομματικές ισορροπίες και όχι μόνο.
Το 1995 τα πράγματα ήταν κάπως περίπλοκα. Δεν είχαμε φτάσει ακόμη στο σημείο ωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος, που διαμορφώθηκε τα επόμενα χρόνια. Η διάταξη του Συντάγματος, που συνέδεε την αδυναμία εκλογής Προέδρου, με ευρύτερη πλειοψηφία, με την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, αποτελούσε έναν «πειρασμό», που δεν τον αγνοούσαν τα κόμματα. Έχουμε αναπτύξει με άλλες ευκαιρίες, τον αρχικό σχεδιασμό του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, να «μπλοκάρει» την εκλογή Προέδρου, προκειμένου να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, τις οποίες φαινόταν θα κέρδιζε και να ελέγξει προσωπικά τη διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ.