Την περίοδο 2007-2009, η παγκόσμια χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση (world stock market capitalization) μειώθηκε περί τα 28 τρισεκατομμύρια δολάρια και η ελάττωση της αξίας των τοξικών χρεογράφων (toxic securities) εκτιμάται τουλάχιστον σε 10 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι την περίοδο 2007-2009, από τα χαρτοφυλάκια των επιχειρήσεων, των οργανισμών και των νοικοκυριών, χάθηκαν λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης περίπου 38 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αν αναλογιστούμε ότι το 2009 το επίπεδο του παγκόσμιου ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 58,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, εύκολα γίνονται αντιληπτές οι υπερμεγέθεις χρηματικές διαστάσεις της διεθνούς κρίσης της περιόδου 2007-2009. Η απώλεια των 38 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από τα διάφορα χαρτοφυλάκια είναι κατά προσέγγιση, καθώς δεν υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία για το μέγεθος της ζημιάς στα πλαίσια της αγοράς παραγώγων. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι μεγαλύτερες ζημίες παρουσιάστηκαν το 2008, που θεωρείται η χρονιά κορύφωσης της κρίσης.
Η ουσιαστική διαπίστωση είναι ότι κατά τη διάρκεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2009, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπέστη ένα τρομακτικό χτύπημα, το κόστος του οποίου εκτιμάται τουλάχιστον σε 38 τρισεκατομμύρια δολάρια, κάτι το οποίο για πρώτη φορά παρατηρείται στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Η ζημιά των 38 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μετουσιώνεται σε ελάττωση των ενεργητικών στοιχείων των τραπεζικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων εισηγμένων στα χρηματιστήρια, με επακόλουθη τη συστολή της ρευστότητάς τους και τη δυσκολία κάλυψης των δαπανών τους σε νέα επενδυτικά προϊόντα, σε διαφήμιση, σε έρευνα και ανάπτυξη, κ.ά. Από την άλλη μεριά, η μείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων των νοικοκυριών, λόγω πτώσης της τιμής των μετοχών και των λοιπών χρεογράφων, προκάλεσε την ελάττωση της καταναλωτικής τους δαπάνης για αγαθά και υπηρεσίες, επιφέροντας στη συνέχεια τη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ.
Συνεπώς, η μείωση των επενδυτικών πρωτοβουλιών από την πλευρά των επιχειρήσεων και ο ταυτόχρονος περιορισμός της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, προκάλεσαν την ελάττωση του ΑΕΠ, οδηγώντας τις οικονομίες των διαφόρων χωρών της διεθνούς οικονομίας, στη φάση της συστολής της οικονομικής τους δραστηριότητας. Ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών συνιστά τον παράγοντα, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ένταση και την διάρκεια της διεθνούς κρίσης. Στο σύνολο των χωρών της ΟΝΕ, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και σε άλλες προηγμένες χώρες, η ονομαστική αξία των καταναλωτικών και των στεγαστικών δανείων το 2008 υπερέβαινε το 50% του ΑΕΠ. Η αδυναμία των νοικοκυριών, να ανταποκριθούν στις δαπάνες εξυπηρέτησης των δανείων τους, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη συρρίκνωση των αποταμιευτικών τους πόρων στο τραπεζικό σύστημα λόγω μείωσης του πραγματικού τους εισοδήματος, ήταν η σπίθα που πυροδότησε την κρίση της περιόδου 2007-2009. Η πτώση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών συνετέλεσε στους περιορισμένους αναπτυξιακούς ρυθμούς, που παρατηρούνται στις ΗΠΑ, την Ευρωζώνη και την Ιαπωνία μετά το 2009.
Από την άνοιξη του 2007, όταν το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα άρχισε να υφίσταται τους πρώτους τριγμούς και μέχρι το καλοκαίρι του 2008, κανένας από τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, δεν είχε αντιληφθεί το τεράστιο μέγεθος της ζημιάς. Αν κάποιος ανατρέξει στις περιοδικές εκθέσεις των οργανισμών αυτών του πρώτου εξαμήνου του 2008, θα διαπιστώσει ότι οι προβλέψεις τους για το 2009 ήταν αρκετά ευοίωνες ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης των ΗΠΑ, της ΟΝΕ και γενικότερα της παγκόσμιας οικονομίας. Από το καλοκαίρι του 2008 και μετέπειτα, η κρίση του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος μετεξελίχτηκε σε κρίση της παγκόσμιας οικονομίας. Η κατακόρυφη πτώση των διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών και το μεγάλο κενό ρευστότητας που δημιουργήθηκε το φθινόπωρο του 2008 στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετατράπηκαν σε ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας, με αναπόφευκτη συνέπεια την αύξηση της ανεργίας, την ελάττωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, τη μείωση του διεθνούς εμπορίου, την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, την πτώχευση αρκετών τραπεζών, την πτώση της αξίας των χρηματιστηριακών συναλλαγών, κ.λπ.