Την περΙοδο 1929-1933 παρατηρήθηκε το φαινόμενο του αντιπληθωρισμού (deflation), όπου οι τιμές των πρώτων υλών και των τελικών προϊόντων παρουσίαζαν αισθητή πτωτική τάση. Οι χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, των οποίων ο κύριος όγκος των εξαγωγών ήταν πρώτες ύλες, διαπίστωσαν την ταχεία ελάττωση της αξίας των εξαγωγών τους ως αποτέλεσμα του διεθνούς αντιπληθωρισμού. Η μείωση του εξαγωγικού εμπορίου των αναπτυσσόμενων χωρών προκάλεσε τη συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής τους, επιφέροντας την κάμψη της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας και επιδεινώνοντας τις παθογένειες της κρίσης. Η πτώση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας σε συνθήκες αντιπληθωρισμού και η αδυναμία της συνολικής ζήτησης, να ανταποκριθεί στην απορρόφηση των παραγόμενων αγαθών, συνέβαλαν στην ύπαρξη του φαινομένου της υπερβάλλουσας προσφοράς αγαθών, με συνέπεια αρκετοί συγγραφείς να ισχυριστούν ότι το κραχ της περιόδου 1929-1933 ήταν ουσιαστικά μία κρίση υπερπαραγωγής (overproduction crisis).
Η απουσία συστήματος εθνικών λογαριασμών (national accounts system) και το χαμηλό επίπεδο της οικονομικής μεθοδολογίας στην άσκηση της μακροοικονομικής πολιτικής, συνιστούν θεμελιώδεις παράγοντες που η οικονομική κρίση μετά το 1929 πήρε αχαλίνωτες διαστάσεις. Το 1929, δηλαδή το έτος εκδήλωσης της κρίσης, οι ασκούντες την οικονομική πολιτική δεν διέθεταν μακροοικονομικά στοιχεία, αναφορικά με το επίπεδο του ΑΕΠ, την ιδιωτική κατανάλωση, τις εξαγωγές, τις εισαγωγές, την εθνική αποταμίευση, τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις κρατικές δαπάνες, κ.ά. Άρα, η έλλειψη μακροοικονομικών δεδομένων, στερούσε τη δυνατότητα από τους οικονομολόγους της εποχής εκείνης, να έχουν πλήρη εικόνα για την πορεία της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, ώστε στη συνέχεια να εφάρμοζαν τα απαιτούμενα μέτρα οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης. Το ΑΕΠ των ΗΠΑ πρωτοϋπολογίστηκε το 1934 και της Μ. Βρετανίας το 1941. Ωστόσο, πλήρες και αναλυτικό σύστημα εθνικών λογαριασμών, για τις διάφορες χώρες της παγκόσμιας οικονομίας άρχισε να υιοθετείται μετά το 1948, γεγονός το οποίο συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στη βελτίωση του τρόπου άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Από την άλλη μεριά, η ανυπαρξία άρτια οργανωμένων εθνικών στατιστικών υπηρεσιών, στερούσε από τους οικονομολόγους την αναγκαία στατιστική πληροφόρηση κατά την διαδικασία λήψης των αποφάσεων για την επιλογή των καταλληλότερων μέτρων οικονομικής πολιτικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις ΗΠΑ, το NBER (National Bureau of Economic Research) και η Cowles Commission for Research in Economics, τα οποία αποτελούν ίσως τα σπουδαιότερα ερευνητικά κέντρα του κόσμου, ιδρύθηκαν το 1920 και το 1932 αντίστοιχα. Στις μέρες μας, σε αντίθεση με το 1929, οι εμπλεκόμενοι με την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, έχουν ενδελεχή ενημέρωση για μια σειρά οικονομικών δεικτών, καθώς αρκετοί αριθμοδείκτες που αφορούν τον πληθωρισμό, την ανεργία, τις λιανικές πωλήσεις, τα επιτόκια, την προσφορά χρήματος, τις χορηγήσεις δανείων, το ισοζύγιο πληρωμών, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τη βιομηχανική παραγωγή, κ.λπ., δημοσιεύονται σε ημερήσια, εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση. Η αδιάλειπτη πληροφόρηση των οικονομολόγων, σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη βασικών οικονομικών δεικτών, τους δίνει τη δυνατότητα οι αποφάσεις τους για τη μακροοικονομική σταθερότητα, να λαμβάνονται γρήγορα και με υψηλό βαθμό αξιοπιστίας. Η Μεγάλη Ύφεση της περιόδου 1929 – 1933 κινητοποίησε τους ερευνητές των οικονομικών φαινομένων, να προβούν στη βελτίωση της οικονομικής μεθοδολογίας. Ο Irving Fisher (1867-1947), ο σημαντικότερος αμερικανός οικονομολόγος όλων των εποχών, επηρεασμένος από τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, σε άρθρο του στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Statistical Association το 1933, υποστήριξε ότι «η Οικονομική Επιστήμη θα καταστεί μία πλήρης επιστήμη όταν θα μπορεί να προβλέπει την εμφάνιση των οικονομικών κρίσεων».