Κομματική πειθαρχία

 Η έννοια της πειθαρχίας στα κόμματα, έχει εισαχθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο, από την επομένη, σχεδόν, της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Για να είμαστε πιο ακριβείς, από τη στιγμή που η πολιτική ζωή, στην περίοδο της λεγόμενης μεταπολίτευσης, εισήλθε στην κανονική της φάση, με τη δημιουργία κομμάτων, την επαναλειτουργία του Κοινοβουλίου, την οργάνωση των κομμάτων.

Τα νέα δεδομένα που δημιουργούσε η περίοδος εκείνη, στο πλαίσιο της οποίας άλλωστε λειτουργούμε μέχρι σήμερα, κατέστησαν αναγκαίο τον προβληματισμό, για το τι είδους κόμματα απαιτούσαν οι νέες συνθήκες, οι απαιτήσεις της ίδιας της κοινωνίας και των ριζοσπαστικών τάσεων, που αναπτύσσονταν, σχεδόν οριζόντια, αγγίζοντας μέχρι και το νεοσυντηρητικό κόμμα της ΝΔ. Στο τελευταίο βέβαια άργησε πολύ να φτάσει το μήνυμα των καιρών.

Αρκεί να θυμηθούμε ότι έπρεπε να φτάσουμε στο 1993, για να διευρυνθεί κάπως το εκλεκτορικό σώμα, που αναδείκνυε τον πρόεδρο του κόμματος και τέσσερα χρόνια ακόμη, για να παρασχεθεί αυτή η δυνατότητα στην κομματική βάση, μέσω του συνεδρίου. Ταυτόχρονα όμως με την ανάγκη εκσυγχρονισμού, δημοκρατικής εμβάθυνσης, μαζικής οργάνωσης, ενεργού συμμετοχής των μελών, τέθηκε εκ των πραγμάτων, «από τη ζωή» θα λέγαμε, το ζήτημα των κανόνων λειτουργίας και συμβίωσης των στελεχών και μελών.

Το δίλημμα δημοκρατία ή αποτελεσματικότητα, που «μεταφράστηκε» σε δημοκρατία με αποτελεσματικότητα, συνόψισε αυτό τον προβληματισμό. Η κοινοβουλευτική έκφραση της κομματικής δραστηριότητας, κατέστησε ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη θέσπισης κανόνων. Από ‘κεί απέρρευσε και ο όρος «κομματική πειθαρχία», που επιλέχθηκε και ως τίτλος του παρόντος.

Παρ’ ότι το Σύνταγμα, στα άρθρα 62 και 63, αναγνώριζε το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης των βουλευτών, με γνώμονα τη συνείδησή τους και μόνο, εν τούτοις ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνώριζε, με άλλες ρυθμίσεις, το σχετικό χαρακτήρα αυτής της δυνατότητας. Την κάμψη δηλονότι αυτής της, κατ’ αρχήν, απεριόριστης δυνατότητας, από τις υποχρεώσεις που απορρέουν, από την κομματική ιδιότητα.

Με δεδομένο ότι οι ανεξάρτητοι βουλευτές συνιστούν κατά κανόνα ένα ελάχιστο κλάσμα του συνολικού αριθμού, με κάποιες εξαιρέσεις στην περίοδο των μνημονίων, επάγεται ότι στην υποχρέωση της κομματικής πειθαρχίας υπάγεται σχεδόν το σύνολο των βουλευτών. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις τόσες μεταβολές, στο συνολικό θεσμικό πλαίσιο, διατηρείται μέχρι σήμερα, χωρίς καμιά προοπτική αλλαγής, στο προβλεπτό διάστημα, το απόλυτο δικαίωμα του αρχηγού του κόμματος, με την ιδιότητα του προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, να διαγράφει κατά το δοκούν οποιοδήποτε βουλευτή, από τις τάξεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας βέβαια, χωρίς καν υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασής του. Βεβαίως, να επαναλάβουμε ότι αυτό το απόλυτο δικαίωμα εξαντλείται στο πλαίσιο λειτουργίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, αλλά αυτή παράγει επιπτώσεις και στην κομματική ιδιότητα.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή