Θα μπορούσε κάποιος να αντείπει ότι, τουλάχιστον η σημερινή ΝΔ δεν έχει τα εσωκομματικά προβλήματα που είχε, σχεδόν εξ αρχής, επί προεδρίας και πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Φαινομενικά είναι έτσι. Όμως, όσοι μπορούν να δουν πίσω από τις γραμμές, κάτω από την προφάνεια ή έχουν και τη δυνατότητα συνομιλίας με γνώστες του χώρου, διαπιστώνουν ότι εν προκειμένω ισχύει το «τα φαινόμενα απατούν». Όπως είχαμε υπογραμμίσει, με αφορμή και την επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας, θα ήταν «αυτοκτονικό» για οποιονδήποτε να διαφοροποιηθεί σε μια περίοδο, που η ΝΔ, ως πλειοψηφία και κυβέρνηση, διατηρεί την κεκτημένη πρωτοκαθεδρία, από τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου.
Ηταν γι` αυτό το λόγο που η μοναδική ανοιχτή διαφοροποίηση, στην επίμαχη ψηφοφορία, από τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, αντιμετωπίστηκε με κριτικό τρόπο, ακόμη και από ανθρώπους που βρίσκονται κοντά. Η δυσαρέσκεια όμως υπάρχει και είναι σαν το «σκουλήκι» που, αργά αλλά σταθερά, διαβρώνει το έδαφος.
Εκείνο που πρωτίστως καταλογίζεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι ότι, στην προσπάθεια να συγκροτήσει ένα κόμμα στα μέτρα του και υπό τον απόλυτο έλεγχο του, ξεπερνά τα όρια αντοχής και ανοχής του κομματικού σώματος. Η επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας αποτελεί ένα παράδειγμα, αλλά όχι το μόνο. Η επιλογή για κυβερνητικές και κρατικές θέσεις, προσώπων που προέρχονται από το περιβάλλον των κ.κ. Σημίτη και Βενιζέλου, αποτελεί έναν αρκούντως σοβαρό λόγο δυσαρέσκειας. Ειδικότερες επιλογές στο επικοινωνιακό επιτελείο ή τη δημόσια τηλεόραση (πρόσφατο παράδειγμα η ΕΡΤ 3), έχουν προκαλέσει τη δυσφορία ακόμη και από το στενό «μητσοτακικό» περιβάλλον.
Ετσι, πλάι στα δύο κύρια ρεύματα, «Σαμαρικών» και «Καραμανλικών», αρχίζει να αναπτύσσεται ένας τρίτος πόλος διαφωνίας, έστω υποβόσκουσας, από «Μητσοτακικούς». Υπάρχουν άλλωστε και δημόσιες καταγραφές, που διατυπώνουν ερωτηματικά για τις πραγματικές προθέσεις του πρωθυπουργού και προέδρου της ΝΔ, σε σχέση με το ίδιο του το κόμμα. Η συχνότητα των αναφορών του τελευταίου στον Ελευθέριο Βενιζέλου, που δημιουργεί την αίσθηση μιας ιδεολογικής συγγένειας, έχει τροφοδοτήσει τέτοιες αντιδράσεις.
Φυσικά, όπως ήδη αναφέραμε, όσο τα πράγματα κυλούν ομαλά, όλα θα «θάβονται κάτω απ` το χαλί». Αν όμως ανοίξει το καπάκι;
ΛΕΥΤ. ΚΑΝΑΣ