Η Συμφωνία των Πρεσπών κυρώθηκε και από τις δύο πλευρές και πλέον αποτελεί μία νέα πραγματικότητα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Βόρεια Μακεδονία. Η γειτονική μας χώρα, που άλλαξε το Σύνταγμά της και εν μέρει τον τρόπο αυτοπροσδιορισμού των πολιτών της, πλέον αλλάζει και τις πινακίδες της, ενώ τής απομένουν τα τυπικά βήματα για να τελειώσουν όλα: ο λόγος για την αποστολή ρηματικής διακοίνωσης προς όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ και τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη, με τα οποία θα ενημερώνει για τη νέα της ονομασία, παροτρύνοντας τα κράτη να αλλάξουν κι εκείνα τον τρόπο με τον οποίο την αναγνωρίζουν.
Εφεξής, δηλαδή, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μία διεθνή συμφωνία –και περιβάλλεται με την μεγάλη νομική ισχύ που έχουν τα κείμενα των διεθνών συμφωνιών.
Βεβαίως, εκτός από τα κείμενα, υπάρχουν και οι συνειδήσεις των ανθρώπων. Και μία συμφωνία, όσο καλή ή κακή κι αν είναι στα μάτια οποιουδήποτε, αποτυπώνεται πολύ δυσκολότερα και αργότερα στις λαϊκές συνειδήσεις απ’ ό,τι στο χαρτί στο οποίο γράφεται.
Από εδώ και πέρα, δηλαδή, αρχίζει η διαδικασία να γίνει «κτήμα» των δύο λαών –και δη των Βορειομακεδόνων, που αναγκάστηκαν, σε τελική ανάλυση, να αλλάξουν το όνομά τους…
Η διαδικασία δεν είναι εύκολη. Και δε θα είναι ούτε γρήγορη. Ωστόσο, η πολιτική λειτουργεί παιδευτικά και τα επόμενα χρόνια θα είναι καθοριστικά για το κατά πόσον η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία –ή, σωστότερα, οι Έλληνες και οι Βορειομακεδόνες- μπορούν να αφήσουν πίσω τους την διαμάχη του παρελθόντος και τα σχεδόν 30 χρόνια της ιστορικής εκκρεμότητας του Μακεδονικού.
Οι συνειδήσεις δεν αλλάζουν από τη μία μέρα στην άλλη. Μπορεί να χρειαστεί μία γενιά, μπορεί και δύο. Όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι από την ημέρα που υπεγράφη η Ενδιάμεση Συμφωνία (1995) έχουν ήδη περάσει 24 χρόνια, μπορεί να διαπιστώσει ότι με όρους ιστορικού χρόνου, η μία ή οι δύο γενιές είναι ένα τίποτα.
Τα εμπόδια θα είναι πολλά. Εξάλλου, και την Ενδιάμεση Συμφωνία καμία μεριά δεν την σεβάστηκε –υπό το πρόσχημα, προφανώς, ότι ήταν προσωρινή. Ούτε εκείνοι αυτοπροσδιορίστηκαν ποτέ ως «πΓΔΜ» ή «FYROM» (και πώς θα μπορούσαν άλλωστε να αυτοπροσδιορίζονται με ένα… αρκτικόλεξο) ούτε εμείς σεβαστήκαμε την Συμφωνία που υπογράψαμε. Την παραβήκαμε στο Βουκουρέστι και καταδικαστήκαμε γι’ αυτό, ενώ ελάχιστοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι μιλούσαν για πΓΔΜ –αντιθέτως, όλοι αναφέρονταν στην γειτονική χώρα με το όνομα της πρωτεύουσας πόλης της (Σκόπια), έκαναν λόγο για τον «σκοπιανό πρωθυπουργό» (sic), την «σκοπιανή γλώσσα» (sic) και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Τώρα, λαϊκιστές και πατριδοκάπηλοι πολιτικοί και από τις δύο πλευρές των συνόρων προσπαθούν να πατήσουν πάνω στο κύμα της δυσαρέσκειας για τη Συμφωνία και να μαζέψουν ψηφαλάκια διατρανώνοντας την πρόθεσή τους να… μην σεβαστούν τη Συμφωνία. «Εγώ ποτέ μα ποτέ δε θα την πω Βόρεια Μακεδονία», διερρήγνυε τα ιμάτιά του ο αντιπρόεδρος της ΝΔ την περασμένη εβδομάδα –την ίδια περίπου ημέρα που ο αρχηγός της βορειομακεδονικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, του –«αδελφού» κόμματος της ΝΔ, VMRO- Χρίστιαν Μίτσκοτσκι έλεγε ότι «είναι έτοιμος να γίνει πρωθυπουργός της Μακεδονίας, όχι της Βόρειας Μακεδονίας».
Βεβαίως, την άσκηση προσωπικής ή μικροκομματικής πολιτικής με όρους «Μαυρογυαλούρου» την έχουμε ξαναδεί. Όμως, αν η δημόσια αμφισβήτηση της Συμφωνίας γενικευθεί, τότε θα είναι σαν μην έχει λυθεί το Μακεδονικό, αφού η ελληνική, αλλά και η βορειομακεδονική κοινωνία δε θα «χωνέψουν» την νέα πραγματικότητα. Για τον λόγο αυτό, η απομόνωση όσων φωνών αρνούνται την νέα πραγματικότητα είναι μονόδρομος –τουλάχιστον για όσους πιστεύουν και θέλουν την επίλυση του Μακεδονικού. Όχι στα χαρτιά, αλλά στις καρδιές των ανθρώπων.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ