Ας υποτεθεί ότι το τρίτο μνημόνιο πετύχαινε τους ποσοτικούς στόχους του και έστω ότι η χώρα μας το 2017 θα πληρούσε τις προϋποθέσεις, να βγει να δανειστεί στις διεθνείς αγορές, μέσω της έκδοσης ομολόγων του ελληνικού δημοσίου μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας. Έστω ότι οι κύριοι Τσίπρας και Καμμένος με τις πλάτες των αμερικανών, πείθουν τους “κουτόφραγκους” γερμανούς και τους ξένους πιστωτές, να μας δανείζουν με μηδενικό επιτόκιο (0%).
Ως γνωστόν, μετά το 2012 η ελληνική οικονομία διέρχεται φάση αποπληθωρισμού, όπου ο πληθωρισμός (γενικό επίπεδο τιμών) εμφανίζει αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής γύρω στο -1,5%. Σε συνθήκες εγχώριου αποπληθωρισμού και με αναπτυξιακούς ρυθμούς 1%, το δημόσιο χρέος θα συνέχιζε την ανοδική του πορεία. Οι φωστήρες των εκάστοτε κυβερνητικών οικονομικών επιτελείων, δεν αντιλαμβάνονται ότι σε καθεστώς αντιπληθωρισμού και οριακών αναπτυξιακών ρυθμών, το ονομαστικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) θα παρουσίαζε μείωση και άρα ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ θα αυξανόταν με ακάθεκτους ρυθμούς; Επίσης, δεν κατανοούν ότι ο αποπληθωρισμός ροκανίζει τα κρατικά έσοδα, αυξάνει την πραγματική αξία του χρέους, ζημιώνεται ο δανειζόμενος (Ελλάδα) και άρα επωφελούνται οι δανειστές (ξένοι πιστωτές); Από την άλλη μεριά, το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι οι τόκοι, αλλά τα τεράστια χρεολύσια. Τόκος είναι η εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ το χρεολύσιο αφορά την αποπληρωμή (μείωση) του χρέους.
Ενδεικτική είναι η ποσοτική διαπίστωση ότι την περίοδο της παρατεταμένης οικονομικής-δημοσιονομικής κρίσης 2008-2015, οι συνολικές δαπάνες τόκων και χρεολυσίων ανήλθαν αντίστοιχα σε 81 και 185 δις ευρώ. Και το επιτόκιο να μηδενιστεί, ώστε η χώρα να μην πλήρωνε καθόλου τόκους στους πιστωτές της, το χρέος θα συνέχιζε να αυξάνει σε συνθήκες αντιπληθωρισμού και συνεχούς οικονομικής ύφεσης. Σαφέστατο είναι ότι η βασικότερη πτυχή του δημοσιονομικού μας προβλήματος, είναι οι υπερβολικές δαπάνες χρεολυσίων που άμεσα σχετίζονται με την δυναμική του δημοσίου χρέους, δυναμική την οποία αρκετές φορές έχουμε διερευνήσει από τη θέση αυτή. Αν η κυβέρνηση σε ετήσια βάση δεν διασφαλίζει τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά έσοδα και άρα να επιτυγχάνει τα προϋπολογιζόμενα κρατικά πρωτογενή πλεονάσματα για την χρηματοδότηση των τοκοχρεολυσίων, αναπόφευκτα το χρέος τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα εξακολουθούσε την αχαλίνωτη ανοδική του πορεία.
Άκρως διδακτική είναι η περίοδος 1993-2008. Αν και την περίοδο αυτή, ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν γύρω στο 4%, εντούτοις το δημόσιο χρέος είχε αυξητική τροχιά λόγω των μηδαμινών πρωτογενών πλεονασμάτων του κρατικού προϋπολογισμού. Το ζητούμενο της ασκούμενης μνημονιακής πολιτικής, είναι η επίτευξη ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Ωστόσο, το επίπεδο των πρωτογενών πλεονασμάτων εξαρτάται καθοριστικά από τις αναπτυξιακές επιδόσεις της εθνικής μας οικονομίας. Αναμφίβολα, αν η εθνική μας οικονομία, δεν εισέλθει σε φάση αναπτυξιακής τροχιάς και με τη θεμελιώδη προϋπόθεση να παταχθούν η διαφθορά και οι έκνομες παραοικονομικές δραστηριότητες, αντικειμενικά είναι αδύνατον να επιτευχθούν τα απαιτούμενα κρατικά πλεονάσματα, που θα καθιστούσαν το δημόσιο χρέος της χώρας βιώσιμο, δηλαδή διαχρονικά εξυπηρετήσιμο. Όσο η ύφεση παρατείνεται, η διαφθορά του κομματικού-πολιτικού συστήματος διαιωνίζεται και η άνομη παραοικονομία ανθεί, τόσο το δημόσιο χρέος θα αυξάνει, όσα κουρέματα και αν γίνουν. Το 2012 έγιναν δύο κουρέματα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της τάξης των 138 δις ευρώ και ποιο ήταν το θετικό αποτέλεσμα; Ουσιαστικά κανένα, λόγω του ότι το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αυξάνει με αλματώδεις ρυθμούς, συνθλίβοντας τον παραγωγικό ιστό της ελληνικής οικονομίας.