Αν κάποιος που είχε καιρό να ασχοληθεί με την Ελλάδα παρακολουθούσε τις τελευταίες ημέρες την ειδησεογραφία –και δη την κυβερνητική επιχειρηματολογία- θα νόμιζε ότι η χώρα μας είναι ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία. Θα νόμιζε, δηλαδή, ότι βρισκόμαστε κάπου στο 2009 ή στο 2010 και πως η Ελλάδα οδεύει προς την καταστροφή.
Βεβαίως, η πραγματικότητα πόρρω απέχει από το να είναι ρόδινη. Προφανώς και το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ένας βρόχος στο λαιμό της χώρας και δεν πρέπει κανείς να θεωρεί ότι, επειδή υπάρχει η ρήτρα διαφυγής, μπορεί η Ελλάδα ανέμελα να αυξάνει το δημόσιο χρέος της κάθε φορά που χρειάζεται να γεμίσει το δημόσιο ταμείο της.
Επίσης, τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας παραμένουν παρόντα και παροξυνόμενα, ενώ, σαν να μην έφτανε αυτό, βλέπουμε ήδη αρκετά δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο που, με αφορμή την προοπτική περιορισμού του προγράμματος ρευστότητας της ΕΚΤ για την πανδημία, επισημαίνουν τα προβλήματα της χώρας μας, όπως και αυτά της Ιταλίας. Όλα τούτα, ενόσω τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων ανεβαίνουν και τα ομόλογά μας, έπειτα από 10 χρόνια θυσιών και στερήσεων, παραμένουν στην κατηγορία των «σκουπιδιών» για τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, απέχοντας δύο «σκαλιά» από την επενδυτική βαθμίδα. Προφανώς, λοιπόν, η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη και ο δρόμος είναι ανηφορικός, καθώς η συγκυρία που ζούμε έχει σοβαρές ομοιότητες με το 2009 και το 2010. Όμως, δεν είμαστε ούτε στο 2009,ούτε στο 2010.
Η Ελλάδα είνα μια χώρα που έχει κερδίσει με το σπαθί της τον σεβασμό όλων, την ώρα που αποδείχθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος όσων ακούγονταν και λέγονταν το 2010 ήταν ψέματα και αδικίες. Με άλλα λόγια, οι ίδιοι άνθρωποι –πλην του Σόιμπλε, προφανώς- που έλεγαν το 2010 ότι οι Έλληνες «δεν δουλεύουν και πίνουν ούζα», ήρθαν μετά να ζητήσουν «συγγνώμη» και να παραδεχθούν ότι «ζήτησαν πολλά από την Ελλάδα». Οι πιο τολμηροί εξ αυτών παραδέχθηκαν, κιόλας, ότι η πολιτική λιτότητας επιδείνωσε το πρόβλημα αντί να το λύσει. Πέραν, όμως, αυτών, η Ελλάδα είναι σήμερα σε διαφορετική κατάσταση όχι μόνο επειδή υπεβλήθη στις θυσίες που υπεβλήθη, αλλά και διότι η έξοδός της από το Μνημόνιο έγινε σε στέρεες βάσεις.
Η χώρα έχει ένα γεμάτο κρατικό ταμείο, έχει για άλλη μία δεκαετία ρυθμισμένο το δημόσιο χρέος της και ουδείς αμφισβητεί την συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ. Με άλλα λόγια, άλλο πράγμα είναι να προσέχουμε για να μην ανέβουν κι άλλο τα επιτόκια και άλλο να φιλοτεχνούμε μία εικόνα σαν να βρίσκεται η χώρα μας ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία. Το δεύτερο, μαζί με τα δραματικά ξεσπάσματα του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «δε θα επιτρέψει να περιέλθει ξανά η χώρα σε κατάσταση διεθνούς αναξιοπιστίας», δεν απηχεί την πραγματικότητα. Απλώς, εξυπηρετεί την κυβέρνηση για να απορρίπτει χωρίς πολλή συζήτηση κάθε αίτημα για ενίσχυση των αδύναμων και για πιο γενναία μέτρα ανάσχεσης της κρίσης, αλλά και για να παγιδεύει την αντιπολίτευση στις σοφιστείες του τύπου «πού θα βρείτε τα λεφτά».
Γιατί, όταν η κυβέρνηση είναι να μειώσει τον ΕΝΦΙΑ για τους πλούσιους, να επιτρέψει επίσης στους πλούσιους να μεταβιβάσουν εκατομμύρια στα παιδιά τους αφορολόγητα ή να μειωθεί η φορολογία στα μερίσματα των κερδοφόρων μεγάλων επιχειρήσεων, τότε ξέρει πού θα τα βρει τα λεφτά.
Δεν πρόκειται, δηλαδή, περί κάποιου σφιχτού δημοσιονομικού κορσέ. Περί πολιτικών προτεραιοτήτων και εκλεκτικών συγγενειών πρόκειται.