Το «μακρινό» 1985, κατά τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου, διαπιστώνοντας ότι με «επαναστατικό» τρόπο, δε μπορούσε να χτυπηθεί το κατεστημένο της εποχής και αφού απέτυχαν οι προσπάθειες «εισοδισμού», με πειράματα τύπου Πώποτα, επεδίωξε τη μείωση της δύναμης των «βαρόνων», όπως αποκαλούνταν τότε, με τη διευκόλυνση εισόδου και «νέων παικτών».
Ήταν, τότε, που εφευρέθηκαν τα «νέα τζάκια». Την υλοποίηση, όμως, ανέλαβε, φευ, ο Γιώργος Παπανδρέου και το φιλόδοξο εγχείρημα κατέληξε στα σκάνδαλα του καλαμποκιού και της Τράπεζας Κρήτης, με τους Μαργέλο και Κοσκωτά, παρ’ ολίγο δε να διαλύσει και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Εν τω μεταξύ, η θεσμοθέτηση της ιδιωτικής τηλεόρασης, στην «τούρλα» του «βρόμικου 89», οδήγησε στη γιγάντωση του φαινομένου και την καθιέρωση του όρου «διαπλοκή». Χρειάστηκε, όμως, να φτάσουμε στα τέλη του 2004, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να «βάλει χέρι» στην ασυδοσία των «νταβαντζήδων», εφαρμόζοντας, τη σχετική Συνταγματική επιταγή, του άρθρου 14 παρ. 9, κάτι που οι προηγούμενες κυβερνήσεις (Σημίτη), δεν είχαν καμιά διάθεση να κάνουν. Έτσι προέκυψε ο γνωστός ως νόμος περί «βασικού μετόχου», που προσέκρουσε, όμως, στη λυσσώδη αντίδραση του ευρωπαϊκού λόμπι, αλλά και μιας, κατά κυριολεξία, διεφθαρμένης Ευρωπαϊκή Επιτροπής, που έφτασε ως τον ωμό εκβιασμό, απειλώντας την ελληνική κυβέρνηση, με περικοπή κοινοτικών κονδυλίων. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι είναι απολύτως ψευδές ότι ο νόμος κατέπεσε λόγω νομικών προβλημάτων, όπως επιμένουν κάποιοι ως σήμερα, βάζοντας στο στόχαστρο τους και το νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη διαδικασία. Απόδειξη τούτου, ότι η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εκδόθηκε το 2008, δικαιώνει, σχεδόν καθ’ ολοκληρία, την ελληνική κυβέρνηση.
Ο «νόμος Παππά», που, σύμφωνα με το συνάδελφο Μανόλη Κοττάκη, κινείται στην ίδια κατεύθυνση και την ίδια φιλοσοφία με τη νομοθετική πρωτοβουλία Καραμανλή-Παυλόπουλου, αποτελεί την τρίτη, ελπίζουμε δε και «φαρμακερή», προσπάθεια, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όχι μόνο να μπει μια τάξη, στο άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, αλλά και να υπάρξει συνολική αναδιάταξη του μιντιακού τοπίου. Ίσως, έτσι, εξηγείται, η επιλογή του πλειοδοτικού διαγωνισμού και των τεσσάρων αδειών. Επειδή, όμως, φοβόμαστε ότι πρόκειται για την τελευταία ευκαιρία, θα πρέπει να υπάρξει η μέγιστη προσοχή, ώστε να μη χαθεί και αυτή, «στις λεπτομέρειες».