Της Έφης Μιχελάκη από την Κυριακάτικη Kontranews
Τα όρια της αυτοκριτικής και η συχνότητα με την οποία αυτή πραγματοποιείται διαφέρουν όπως είναι φυσικό από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σε ότι αφορά τους εκπαιδευτικούς, αποτελεί μια καθημερινή διαδικασία, μιας και είναι πολύ δύσκολο να σε κοιτούν καθημερινά πολλά ζευγάρια παιδικά μάτια και μάλιστα την στιγμή που διαμορφώνουν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστια ευθύνη την οποία δεν μπορεί να μην αναλάβει κανείς στο έπακρο. Στη σημερινή εποχή που τα όρια όλων μας δοκιμάζονται συστηματικά και με ποικίλους τρόπους, το υπουργείο Παιδείας θεώρησε αναγκαίο να επιβάλλει ένα σύστημα αξιολόγησης που στοχεύει στην κατασπατάληση του δημόσιου σχολείου, την αύξηση των ανισοτήτων, αλλά και την υποβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού. Τη στιγμή που σύσσωμοι όλοι οι κλάδοι στήριξαν το σύστημα με αποθέματα δυνάμεων, ανταποκρίθηκαν ακόμα στο καθεστώς μιας προβληματικής τηλεκπαίδευσης η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έρχεται να τους ευχαριστήσει με την διαμόρφωση ενός απειλητικού και τιμωριτικού κλίματος.
Με τη συνθήκη της πανδημίας σταθερή, έρχεται μια μορφή αξιολόγησης η οποία ως στόχο έχει την πλήρη καταδυνάστευση του δημόσιου σχολείου προς όφελος πάντα των ιδιωτικών συμφερόντων. Αναλυτικότερα, θα δούμε την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε καλά και κακά, ενώ θα διαμορφώνουν περιβάλλον οι νόμοι της αγοράς σε ένα εξαθλιωμένο και εξαρτημένο δημόσιο σχολείο. Όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως η εκπαιδευτική διαδικασία, η παιδαγωγική επάρκεια γίνονται καθαρά αριθμοί προς κάθε χρήση τη στιγμή που η ίδια η εκπαίδευση γίνεται εμπόρευμα και παύει να αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Ταυτόχρονα οι συνθήκες ανταγωνισμού ανάμεσα στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς κάθε άλλο παρά βοήθεια προσφέρουν στην εκπαιδευτική κοινότητα γεγονός που απομακρύνει την προσπάθεια από κάθε παιδαγωγική αρχή. Ταυτόχρονα η κεντρική διοίκηση δεν θα φέρει καμία ευθύνη παρά τις πολιτικές που χαράσσονται από την ίδια. Τη στιγμή που το Υπουργείο θα έπρεπε να συμβάλει στη στήριξη σε ότι αφορά τις υλικοτεχνικές υποδομές του σχολείου, του προσωπικού αλλά και την αναβάθμιση σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα του, αποποιείται κάθε ευθύνης η οποία μετατίθεται στην ίδια την σχολική κοινότητα η οποία λειτουργεί σε καθεστώς υποστελέχωσης.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ένα αξιολογικό σύστημα το οποίο θα σέβεται και θα προστατεύει την σχολική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να διαχέεται σε όλο το εκπαιδευτικό περιβάλλον η ασφάλεια και η συνεχής τροφοδότηση, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Ενός τρόπου ο οποίος στη βάση του δικαίου θα αξιολογεί το εκπαιδευτικό περιβάλλον και θα χορηγεί τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να εμβαθύνεται ολοένα και περισσότερο η εκπαιδευτική διαδικασία και φυσικά να εμπλουτίζεται με περαιτέρω δράσεις προς όφελος των παιδιών και κατ επέκταση των οικογενειών τους ανεξάρτητα από το εισόδημα τους.
Το δημόσιο σχολείο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας και στην διαδικασία αυτή, ο ρόλος του εκπαιδευτικού παραμένει ανεκτίμητος.
Δεν εθελοτυφλεί κανείς μας, ούτε περιμένει δημοκρατικά αντανακλαστικά από μια κυβέρνηση που έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο ακόμα και στους χώρους ελεύθερης διακίνησης ιδεών που δεν είναι άλλοι από τα Πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Οι εκπαιδευτικοί όμως, οφείλουν να παροτρύνουν τα παιδιά να αμφισβητούν, να ερευνούν και να ονειρεύονται. Με τον τρόπο αυτό, κρίνονται ακόμα πιο αυστηρά και οι ίδιοι από τους ιδανικότερους κριτές που δεν είναι άλλοι από τους μαθητές τους, ενώ ταυτόχρονα η διαδικασία αυτή αποτελεί την πιο αξιόπιστη αξιολόγηση που μπορούν να περάσουν.
Με λίγα λόγια όσα αντικοινωνικά και απειλητικά νομοθετήματα και να έρθουν, το υπουργείο Παιδείας και η ηγεσία του δεν θα μπορέσει να αποφύγει την δική του αξιολόγηση. Ευτυχώς όμως αυτή θα γίνει στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος με αξιολογητές τους ίδιους τους πολίτες που δεν θα χαρίσουν σε κανέναν το μέλλον των παιδιών τους.
*Καθηγήτρια Πληροφορικής, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία Κοζάνης