Η οικονομική ανάπτυξη της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου εξαρτάται άμεσα και καθοριστικά από την αύξηση των εξαγωγών της. Η διείσδυση των προϊόντων της χώρας στις διεθνείς αγορές συνιστά πολύπλοκη διαδικασία, γιατί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις χώρες της παγκόσμιας οικονομίας καθίσταται με την πάροδο του χρόνου ολοένα και πιο οξύτερος. Το υποτιθέμενο προϊόν Χ το παράγουν και προσπαθούν να το εξάγουν πολλές χώρες, με συνέπεια η διεύρυνση των μεριδίων μιας χώρας στην πίττα του παγκόσμιου εμπορίου συνιστά μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Για παράδειγμα, αν το προϊόν Χ που παράγει η Ελλάδα είναι ανταγωνιστικότερο από το αντίστοιχο προϊόν Χ άλλων χωρών, λογικό είναι οι ελληνικές εξαγωγές του προϊόντος Χ να σημειώνουν ανοδική πορεία στις διεθνείς αγορές, συντελώντας άμεσα στην ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας. Στα πλαίσια άσκησης της “μακροοικονομικής πολιτικής”, η Ελλάδα και γενικότερα η οποιαδήποτε σοβαρή χώρα του κόσμου, εννοείται ότι έχει μελετήσει σε βάθος την διάρθρωση του παγκόσμιου εμπορίου ανά κατηγορία προϊόντος και παράλληλα γνωρίζει τα μερίδια αγοράς στην διεθνή οικονομία των υπόλοιπων ανταγωνιστριών χωρών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα, την περίοδο 2000-2014 οι παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από 7.934 αυξήθηκαν σε 23.434 δις δολάρια ($). Με βάση τα στοιχεία του 2014, οι παγκόσμιες εξαγωγές καυσίμων ανήλθαν σε 3.068 δις $ και με σειρά κατάταξης ακολουθούν τα χημικά και τα φαρμακευτικά προϊόντα με 2.054 δις $, τα είδη γραφείου και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού με 1.794 δις $, τα αγροτικά προϊόντα με 1.765 δις $, τα οχήματα με 1.395 δις $, οι υπηρεσίες τουρισμού με 1.240 δις $, κ.λπ. Η ανάπτυξη μιας χώρας με ικανοποιητικούς ρυθμούς π.χ. 3%, αποτυπώνεται στην διαχρονική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ή ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Η άνοδος των εξαγωγών σε βιομηχανικά προϊόντα και υπηρεσίες, συνδράμει στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής και άρα στην ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Συνεπώς μια χώρα σαν την Ελλάδα, που για αρκετά χρόνια είναι καθηλωμένη στη φάση της ύφεσης, οφείλει να εστιάσει την εξαγωγική της πολιτική στην παραγωγή των προϊόντων που έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, η Ελλάδα δεν παράγει οχήματα, δηλαδή επιβατικά αυτοκίνητα, νταλίκες, λεωφορεία, κ.λπ., που σημαίνει ότι έχει συγκριτικό μειονέκτημα στα προϊόντα αυτά. Απεναντίας, η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σε πολλά αγροτικά προϊόντα, στις υπηρεσίες τουρισμού, στη ναυτιλία, κ.λπ. Η αύξηση των εξαγωγών σε αυτές τις κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, θα συντελούσε στην άνοδο της εγχώριας παραγωγής, δίνοντας έτσι αναπτυξιακή πνοή στην αποτελματωμένη εθνική μας οικονομία. Τα στοιχεία του πίνακα δείχνουν ότι το 2014 οι παγκόσμιες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, υπηρεσιών τουρισμού και υπηρεσιών μεταφορών (ναυτιλία, κ.ά.) ανήλθαν σε 3.960 δις $ και αντιπροσώπευαν το 16,9% των παγκόσμιων εξαγωγών. Η ανάλυση των στοιχείων μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι, η χώρα μας θα πρέπει να δώσει βαρύτητα στην παραγωγή εκείνων των αγαθών και υπηρεσιών, που έχει μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και η ζήτησή τους σημειώνει διαχρονική άνοδο στις διεθνείς αγορές. Η αξιοποίηση όμως των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας, προϋποθέτει την ύπαρξη κυβερνήσεων με όραμα και άρτιο σχέδιο δράσης.