Η Οικονομία δεν αντέχει επανάληψη του 2015 ξεκαθαρίζει ο ΣΕΒ

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ «NEW DEAL» ΜΕ ΚΙΝΗΤΡΑ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ

Η Οικονομία δεν αντέχει επανάληψη του 2015 ξεκαθαρίζει, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο εβδομαδιαίο του δελτίο για την Οικονομία, τονίζοντας ότι η ελληνική οικονομία έχει τις δυνατότητες για ανάκαμψη, αλλά με την προϋπόθεση μίας πολιτικής με αναπτυξιακή κατεύθυνση, όπου παράλληλα θα παρθούν μέτρα για να μπει φραγμός στην φοροδιαφυγή και θα περιοριστεί  η φορολογία.

Με την Οικονομία να παραμένει σε κατάσταση αναμονής, χρειάζεται δράση, ενώ αν συντηρηθεί το κλίμα αβεβαιότητας για μεγάλο διάστημα, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος κατάρρευσης.

Στο δελτίο οικονομικής συγκυρίας, τονίζεται, ότι ο στόχος του προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μέχρι το 2018 είναι πιθανόν εφικτός, εάν όντως μπει φραγμός στη φοροδιαφυγή και στη συνέχεια να μειωθούν δραστικά οι φορολογικοί συντελεστές για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και εάν αναπροσαρμοσθούν οι παροχές και το μέγεθος του δημόσιου τομέα στις φοροδοτικές δυνατότητες της ιδιωτικής οικονομίας. Σε αυτή τη βάση, οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους καλύπτονται πλήρως από το πρωτογενές πλεόνασμα.

Σε αυτό το πλαίσιο ανοίγει ο δρόμος η  χώρα να επιστρέψει στις αγορές και να δανείζεται χρεολύσια €7-10 δισ. ετησίως κατά μέσο όρο μέχρι το 2030. Υπάρχει ένα πρόβλημα συσσώρευσης δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους στην τριετία 2022-2024, που μπορεί, όμως, να εξομαλυνθεί μέσω έκδοσης κατάλληλων χρηματοοικονομικών εργαλείων στην αγορά, έτσι ώστε οι δαπάνες αυτές να ανακατανεμηθούν σε μελλοντικές περιόδους.

Όλα τα υπόλοιπα περί πρόωρης και δραστικής μείωσης του χρέους για να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε με δανεικά, είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτά εντός της Ευρωζώνης.

Ο ΣΕΒ, θεωρεί μονόδρομο την αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας σε βιώσιμα επίπεδα εάν θέλουμε να αποκτήσει ξανά η χώρα πρόσβαση στις αγορές και να διαχειρίζεται μόνη της τις τύχες της.  Οποιαδήποτε άλλη συζήτηση περί δημοσιονομικών στόχων και βιωσιμότητας του χρέους, εκφυλίζεται ταχέως σε μία άγονη αντιπαράθεση άνευ νοήματος και χρησιμότητας, με θύμα για μία ακόμη φορά την ομαλότητα στην ελληνική οικονομία.

Εντοπίζει απουσία κατεύθυνσης στην οικονομική συγκυρία η οποία δείχνει ότι η οικονομία είναι σε κατάσταση αναμονής. Η οικονομία θα μπορούσε να ανακάμψει εάν ακολουθηθεί με συνέπεια μία αναπτυξιακή πολιτική με δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό της φοροεπιδρομής που θα βαθύνει την ύφεση. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν η αβεβαιότητα διατηρηθεί επί μακρόν, η οικονομία μπορεί να καταρρεύσει.

Η συγκεκριμένη εικόνα αναμονής με τάση ελαφριάς αποδυνάμωσης αποτυπώνεται, τόσο στα στοιχεία του PMI και των λιανικών πωλήσεων, την ώρα που το μισθολογικό κόστος για το σύνολο της οικονομίας και η απασχόληση συνεχίζουν να ενισχύονται.

Το μικρό μέγεθος της Ελληνικής επιχείρησης ΔΕΝ είναι η αιτία των δεινών της χώρας, όπως η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, η χαμηλή παραγωγικότητα και εξωστρέφεια και τέλος η χαμηλή ροπή προς την καινοτομία. Είναι απλά άλλο ένα σύμπτωμα των ευρύτερων πολιτικών επιλογών που έχουν καταστήσει την Ελλάδα εχθρική προς οργανωμένες παραγωγικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους μαζί με τις αλυσίδες αξίας που χτίζονται γύρω τους και που περιλαμβάνουν μικρές επιχειρήσεις αυξημένης ανταγωνιστικότητας.

Το ζητούμενο δεν είναι η εξαϋλωση των μικρότερων επιχειρήσεων, αλλά να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις  για την ανάπτυξη μεγαλύτερων – κυρίως μεταποιητικών –  επιχειρήσεων που θα επαναφέρουν την ισορροπία στο μίγμα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων και τη συνολική ποιοτική αναβάθμιση του μίγματος. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας «που λείπουν» από τη χώρα, αλλά είναι και προϋπόθεση να αντιμετωπισθεί η «ιδιαιτερότητα» της Ελληνικής οικονομίας.

Μέτρα όπως η εκλογίκευση της φορολόγησης της παραγωγικής μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και του κόστους ενέργειας για την παραγωγή δεν αρκούν πλέον για να διορθωθεί η ζημιά που έχει επιφέρει στην Ελλάδα η αποτυχία της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Ένα New Deal με φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις και έργα υποδομών, που θα υλοποιήσει ο ιδιωτικός τομέας, είναι πλέον αυτό που χρειαζόμαστε για την επανεκκίνηση της οικονομίας. 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή