Η αρχή για τη νέα προσπάθεια αποτίναξης της βασιλικής δυναστείας, δεν ήταν η καλύτερη. Συνιστούσε παραδοξότητα, αν όχι ύβρη, ότι το ξεκίνημα της «νέας εποχής», έγινε από τη χούντα, με την προσωπική «σφραγίδα» του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου. Το Κίνημα του Ναυτικού, που ήδη αναφέρθηκε, αποτέλεσε μόνο την αφορμή, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα της κατηγορίας, για ενεργό συμμετοχή του τέως σε αυτήν.
Στη συγκεκριμένη στιγμή και υπό την καταλυτική επίδραση του κινήματος που κατέδειξε, παρά την αποτυχία του, τον βαθμό αποξένωσης της χούντας από το «φυσικό» τους χώρο, τις Ενοπλες Δυνάμεις, η «πολιτειακή αλλαγή» εξυπηρετούσε τον προσωπικό σχεδιασμό του Παπαδόπουλου, για διαιώνιση, νομιμοποίηση και μονιμοποίηση του δικτατορικού καθεστώτος, στην προσωποπαγή του πια διάσταση, που είχε ντε φάκτο επιβληθεί.
Τώρα επιβαλλόταν και ντε γιούρε, με την αυτοαναγόρευση του Παπαδόπουλου σε «Πρόεδρο Δημοκρατίας» και τη δρομολόγηση μίας νόθας «φιλελευθεροποίησης», με αυτόν ως πραγματική πηγή εξουσίας με θεσμική κατοχύρωση. Το εγχείρημα παρά ήταν φιλόδοξο για να πετύχει, από τη στιγμή μάλιστα που δεν λάμβανε υπόψη αστάθμητους παράγοντες, όπως η αντίδραση του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας, αλλά και ο Ιωαννίδης.
Η νέα δημοκρατική πολιτεία δεν ήταν δυνατό βέβαια να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα της δικτατορίας.
Γι’ αυτό και, ενώ επανέφερε, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, τις διατάξεις του Συντάγματος του 1952, που ίσχυε ως την 20η Απριλίου 1967, εξαίρεσε ρητά εκείνες που αφορούσαν στη μορφή του πολιτεύματος.
Τον τελικό λόγο, όπως γνωρίζουμε, είχε ο λαός, με δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, μία αυθεντική έκφραση της λαϊκής βούλησης.
Εκείνη την ημέρα ξεκίνησε, πραγματικά και ουσιαστικά, η ιστορία της δεύτερης Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Με την παραίτηση του Φαίδωνα Γκιζίκη, από τη θέση του «Προέδρου της Δημοκρατίας», που ακολούθησε αμέσως μετά, εξέλιπε και ο τελευταίος κρίκος, στην πολιτειακή και κρατική πυραμίδα, που θύμιζε τον βιασμό της λαϊκής θέλησης. Οι οιωνοί ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκοί.