Η μετανάστευση, οι αντιφάσεις και η δημοσιονομική κρίση της ελληνικής οικονομίας

Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την μνημονιακή περίοδο 2010-2015, εκτιμάται ότι σχεδόν 500.000 έλληνες έγιναν μετανάστες αναζητώντας εργασία σε άλλες πατρίδες. Η πλειοψηφία των ελλήνων μεταναστών είναι άτομα νεαρής ηλικίας με εξαιρετικά προσόντα, που οι οικογένειές τους δαπάνησαν αρκετά χρήματα για να μορφωθούν. Ιστορικά, το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα από τη χώρα μας σε χώρες του εξωτερικού, όπως ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Καναδάς, κ.ά., παρατηρήθηκε την περίοδο 1960-1973. Την περίοδο αυτή περίπου 1.350.000 άτομα έφυγαν από την Ελλάδα και πήγαν μετανάστες στην ξενιτειά. Η μετανάστευση από τη χώρα μας στο εξωτερικό είχε παρατηρηθεί σε μικρότερο βέβαια βαθμό και κατά την περίοδο 1949-1959. Η μεταναστευτική φυγή από την Ελλάδα σε χώρες της αλλοδαπής, συνέβαλε ώστε την περίοδο 1950-1980 τα ποσοστά ανεργίας να βρίσκονται συνήθως κάτω του 6%.

Για παράδειγμα, οι απογραφές πληθυσμού της τότε ΕΣΥΕ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος), που διεξάγονταν ανά δεκαετία, έδειχναν ποσοστά ανεργίας κάτω του 6% για τα έτη 1951, 1961 και 1971. Ενδεικτική είναι η παρατήρηση ότι τα στοιχεία του ΟΑΕΔ (Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού),  κατέγραφαν ποσοστά ανεργίας μεταξύ 5% έως 7% για την περίοδο 1960-1980. Τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας της περιόδου 1950-1980 οφείλονται σε δύο ουσιαστικούς παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας που ήδη σχολιάστηκε, σχετίζεται με την μαζική μετανάστευση τουλάχιστον 1.600.000 ελλήνων σε άλλες χώρες. Ο δεύτερος παράγοντας αντανακλάται στις αξιοσημείωτες αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1950-1980. Με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), την τριακονταετία 1950-1980 ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδας ήταν 6,2% και θεωρείται από τους υψηλότερους παγκοσμίως.

Μετά το 1980 οι αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αποδυναμώνονται και η χώρα αρχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρότατες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Η περίοδος 1980-2016 έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, που αφορά την συνεχή αύξηση του δημοσίου χρέους, τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Η περίοδος 1980-2016 υποδιαιρείται σε τρεις φάσεις και πιο συγκεκριμένα στις υποπεριόδους 1980-1993, 1994-2007 και 2008-2016. Αν και στις τρεις υποπεριόδους παρατηρείται η ακάθεκτη ανοδική πορεία του δημοσίου χρέους, εντούτοις οι συγκεκριμένοι υποπερίοδοι εμφανίζουν διαφορετικά αναπτυξιακά χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, με κριτήριο τα στοιχεία της Eurostat (Statistical Annex of European Economy), την χρονική περίοδο 1980-1993 ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν μόλις 0,7%, με συνέπεια την άνοδο της ανεργίας από 2,8% σε 8,6%. Την περίοδο αυτή η χώρα μας ήλθε αντιμέτωπη με το πρόβλημα του “στασιμοπληθωρισμού”, καθώς η στασιμότητα της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας συνοδευόταν από έντονα πληθωριστικά φαινόμενα. Την περίοδο 1980-1993 τα μέσα επίπεδα του πληθωρισμού ήταν 18,5% και αξιολογούνται ως τα υψηλότερα από κάθε άλλη χρονική περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ από 22,7% το 1980 εκτοξεύτηκε σε 100,2% το 1993. Δηλαδή, την περίοδο αυτή, ο στασιμοπληθωρισμός της ελληνικής οικονομίας εξελισσόταν σε συνθήκες συγκλονιστικής ανόδου του δημοσίου χρέους της χώρας.

Η περίοδος 1994-2007 χαρακτηρίζεται για τις αξιόλογες αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Την περίοδο αυτή ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδας ήταν 3,8%. Αν και οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήταν πολύ ικανοποιητικοί, εντούτοις το ποσοστό ανεργίας από 8,9% το 1994 έπεσε μόλις στο 8,4% το 2007. Με αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 3,8% και μάλιστα σε χρονική περίοδο 13 ετών, θα αναμενόταν το ποσοστό ανεργίας από 8,9% το 1994 να έπεφτε κάτω από το 5% το 2007. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι χώρες σαν τις Γερμανία, Αυστρία, Μ. Βρετανία, Ελβετία, Νότια Κορέα, Νορβηγία, κ.ά., αναπτυξιακοί ρυθμοί γύρω στο 2,5% αρκούν για τη σταθεροποίηση των ποσοστών ανεργίας κάτω του 5%. Σε συνθήκες ταχύρυθμης αναπτυξιακής διαδικασίας της ελληνικής οικονομίας, ο λόγος χρέος γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ από 98,2% το 1994 αυξάνεται σε 109,4% το 2008. Στην επόμενη επιφυλλίδα μας και εστιάζοντας στην δραματική περίοδο 2008-2016, θα συνεχίσουμε με τις αντιφάσεις και την δημοσιονομική κρίση της ελληνικής οικονομίας.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή