Η μαγεία (και η υποκρισία) της αναφοράς σε «επενδύσεις»

Θαρρούμε ότι βαθύτερο ενδιαφέρον είχε και η αντίληψη – που ξεκίνησε από τον συντονιστή των συζητήσεων Φαρίντ Ζακαρία, αλλά και από τον καθηγητή του Columbia (και νομπελίστα) Τζόζεφ Στιγκλιτς – ότι στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους “εταίρους” της, η Ελλάδα υπήρξε θύμα επιβολής/was victimised. Στην συζήτηση Στιγκλιτς με την Λούκα Κατσέλη, που έθεσε την συνολική πλατφόρμα της συζήτησης Κλίντον-Τσίπρα, και στην παρατήρηση ότι η συμφωνία που προέκυψε “επεβλήθη στην Ελλάδα”, η Λουκα έκανε την εκτίμηση ότι πάντως “με βάση την συμφωνία αυτή είναι εφικτή η επανεκκίνηση της [Ελληνικής] οικονομίας, αν και υπάρχουν δυσκολίες”. Και τούτο στο μέτρο που υπάρχουν ενσωματωμένα στοιχεία μιας αναπτυξιακής στρατηγικής με επενδυτική βάση: η ύπαρξη ανανεωμένης πλειοψηφίας στην Βουλή των Ελλήνων, η “μεταβολή υποδείγματος” στο πολιτικό σύστημα όσον αφορά την αποδοχή της ίδιας της συμφωνίας, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η αποκήρυξη του ενδεχόμενου “κουρέματος” των καταθέσεων, όλα αυτά βοηθούν στην εμπέδωση της σταθερότητας. Και καθιστούν την Ελλάδα “δεκτική επενδύσεων”/Greece becomes investable.
Η άποψη Στίγκλιτς ήταν σαφώς πιο αρνητική: θεωρεί ότι στην Ελλάδα “διεξάγεται πάλι ένα ελεγχόμενο οικονομικό πείραμα” για το οποίο πιθανολογεί ότι -και αυτό- θα αποτύχει. Η πρόνοια της νέας συμφωνίας για υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του ΑΕΠ από το 2018 θα λειτουργήσει σαν μελλοντικό βάρος. Ενώ ιδέες με αναπτυξιακό περιεχόμενο που είχαν διακινηθεί από το πρώτο κιόλας Μνημόνιο, όπως για μια Επενδυτική Τράπεζα, έμειναν τελικά πίσω. Επίσης ο Στίγκλιτς ξεσπάθωσε εναντίον των “διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” γιατί κάτω απ’ αυτές κρύβονται συχνά δημοσιονομικά μέτρα, που είναι έως και “παράλογα” – όπως η αύξηση της προκαταβολής φόρων στις μικρές επιχειρήσεις, την στιγμή που δεν ξέρουν καν αν θα υπάρχουν την επόμενη χρονιά…
Συνολικά – και με δεδομένο το μείγμα του κοινού του CGI, που δίπλα σε πολιτικούς και πανεπιστημιακούς φιλοξενεί οικονομικούς παράγοντες και επιχειρηματίες – ήταν σημαντική η έμφαση που δόθηκε στην συζήτηση στο μέτωπο των επενδύσεων. Βέβαια, ο Μπιλ Κλίντον πάτησε μια πεπονόφλουδα, οταν αναφέρθηκε στην μεγάλη επένδυση στην Βόρεια Ελλάδα, με βάση την οποία θα εξάγεται ενέργεια, μαζικά, προς την Γερμανία (!) – πρόκειται για εκείνο το Helios Project των Γερμανών, για φωτοβολταικά σε μια λογική Σαχάρας, που θα εξήγε ενέργεια στην Μεσευρώπη, το οποίο όχι δεν περπάτησε αλλά ούτε καν ξεκίνησε – αλλά έφερε στην επιφάνεια το βασικό ερώτημα προς Τσίπρα: “άμα σε ρωτήσει ο επενδυτής, μπορείς να του εγγυηθείς ότι στην Ελλάδα θα πάρει τα λεφτά του πίσω;”. Απάντηση ουσίας δεν δόθηκε.
Πάντως, στο καθοριστικό αυτό μέτωπο, ο Στίγκλιτς επέμεινε στο ότι οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν βρεθεί με χρέος 130% του ΑΕΠ, αλλά το μείωσαν με επενδυτική επανεκκίνηση της οικονομίας τους. Επίσης, η Γερμανία θάπρεπε να μην παραβλέπει ότι ενώ μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο της επεβλήθησαν επανορθώσεις (που την βύθισαν στην μεγάλη ύφεση) μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διαγραφή χρέους γνώρισε και την επενδυτική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ.
Γι’ αυτό και, αντιστρέφοντας το ίδιο του το ερώτημα, ο Κλίντον έκανε την ομήγυρη να συνειδητοποιήσει ότι αν η συζήτηση περί επενδύσεων συνεχιστεί αλλά και ο χρόνος συνεχίσει να τραβιέται προς το μέλλον, τότε ουσιαστικά η Ελλάδα περιέρχεται σε ομηρία. Πράγμα που “έδεσε” με την τοποθέτηση Τσίπρα, ότι η συμμετοχή στην επενδυτική επανεκκίνηση της Ελλαδας περιλαμβάνει και ένα ηθικό – για την διεθνή κοινότητα – στοιχείο. Αν είναι η μαγεία της συζήτησης για επενδύσεις να μην καταλήξει σε υποκρισία.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή