Της Αγγελικής Αδαμοπούλου από την Κυριακάτικη Kontranews
Ο πολιτικός κυνισμός της κυβέρνησης δεν εκπλήσσει κανέναν. Άλλωστε, η κραυγαλέα έλλειψη κοινωνικής ενσυναίσθησης και η περιφρόνηση απέναντι στις καθημερινές αγωνίες των πολιτών δεν αποτελούν ψεγάδια για τους μνημονιακούς διαχειριστές του τόπου, αλλά τουναντίον βασικά προαπαιτούμενα για τα οποία προσπαθούν μάλιστα να συσσωρεύουν όσο το δυνατόν βαθύτερη τεχνογνωσία. Ούτε, βεβαίως, δικαιούται κανείς να πέφτει πλέον από τα σύννεφα όταν τα στελέχη της «Μητσοτάκης Α.Ε.» διαψεύδουν στην πράξη μία προς μία τις κεντρικές προεκλογικές τους δεσμεύσεις, γιατί πράγματι ονειροβατεί όποιος προσδοκά υπευθυνότητα και λογοδοσία εκεί που επιβάλλονται εικονικές πραγματικότητες και η ανεξάρτητη κριτική καταντά είδος προς εξαφάνιση.
Αυτές ακριβώς οι συνθήκες επέτρεψαν στον κύριο Γεωργιάδη να εμφανιστεί για ακόμη μία φορά από τηλεοπτικού άμβωνος ως γενικός τιμητής της ελληνικής μεσαίας τάξης, να τη δείξει με το δάχτυλο και να της φορτώσει με δριμύ κατηγορώ όλες τις αναπτυξιακές αποτυχίες της κυβέρνησης. Εξάλλου, για την Νέα Δημοκρατία εδώ και πάνω από μία δεκαετία δεν υπάρχει άλλος φταίχτης για τα δεινά της πατρίδας από τον μέσο πολίτη. Ίσως το μόνο που δεν έχουν προσάψει ακόμη στις Ελληνίδες και στους Έλληνες είναι οι βιβλικές πληγές του Φαραώ, χωρίς να αποκλείω όμως κάτι τέτοιο στο προσεχές μέλλον.
Στην τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη, ο υπουργός Ανάπτυξης μας έδωσε μια ξεκάθαρη πρόγευση των κυβερνητικών προθέσεων για τη μεσαία τάξη. Εν συντομία, στη πατρίδα μας δεν υπάρχει πια χώρος για ελληνικές μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις με λίγους εργαζόμενους. Οι επιλογές είναι δύο: ή κατεβάζουν ρολά ή συγχωνεύονται. Όμως, όλοι μας γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η «συγχώνευση» δεν είναι μία έννοια ουδέτερη. Στην πράξη, συγχώνευση σημαίνει ξεπούλημα στους πολυεθνικούς γίγαντες και -στην καλύτερη των περιπτώσεων- υπαλληλοποίηση των μέχρι πρότινος επιχειρηματιών.
Επιπλέον, σε άλλη μία επίδειξη στρέβλωσης της πραγματικότητας με τη μέθοδο της μισής αλήθειας, ο κύριος Γεωργιάδης ανέφερε ότι, σύμφωνα με την Ε.Ε., μικρομεσαία είναι η επιχείρηση που απασχολεί έως 250 εργαζόμενους και καταγράφει ετησίως τζίρο έως 50 εκατομμύρια Ευρώ. Ωστόσο, μία σύντομη αναζήτηση στα ευρωπαϊκά κείμενα εκθέτει ανεπανόρθωτα τον Υπουργό, αφού στο άρθρο 2 του πρώτου παραρτήματος της σύστασης της Επιτροπής (6.5.2003) προκύπτει ξεκάθαρα ότι μικρομεσαίες θεωρούνται και οι μικρές (έως 50 εργαζόμενους και έως 10 εκατομμύρια Ευρώ ετήσιο τζίρο), αλλά και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (έως 10 εργαζόμενους και έως 2 εκατομμύρια ετήσιο τζίρο).
Ο κύριος Γεωργιάδης φρόντισε, μάλιστα, να μας ενημερώσει ότι μέρος των πόρων από τα καινούργια δανεικά του Ταμείου Ανάκαμψης θα διοχετευθούν μέσω των Τραπεζών μόνο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις που συγχωνεύονται, και ότι στην Ε.Ε. οι επιχειρήσεις με 2-3 εργαζόμενους δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Το πρώτο σκέλος είναι πέρα ως πέρα ειλικρινές. Σύμφωνα με τις προθέσεις της κυβέρνησης, οι κάνουλες της τραπεζικής χρηματοδότησης θα ανοίξουν προσεχώς μόνο για τους μεγάλους ολιγοπωλιακούς ομίλους που θα απορροφήσουν αντί πινακίου φακής βιώσιμες ντόπιες επιχειρήσεις οι οποίες θρέφουν οικογένειες και παράγουν προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα -και όχι σε φορολογικούς παραδείσους. Το δεύτερο σκέλος κινείται και πάλι στη λογική της επιλεκτικής εξαπάτησης: σύμφωνα με δελτίο Τύπου της 1ης Ιουνίου 2021 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εντός της πανδημίας όντως παρατηρήθηκε πτώση στην πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά η κοινή εκτίμηση επιχειρηματιών και Τραπεζών είναι ότι η κατάσταση πολύ σύντομα θα αναστραφεί. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ίδια η Ένωση αλλά και η Παγκόσμια Τράπεζα, οι οποίες αναγνωρίζουν αυτής της κλίμακας την επιχειρηματικότητα ως στυλοβάτη των τοπικών οικονομιών και προτίθενται να τη στηρίξουν με ποικίλους τρόπους.
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση του κυρίου Μητσοτάκη έδειξε και δείχνει τα δόντια της στη μεσαία τάξη, την ψήφο της οποίας υφάρπαξε με δόλο στις τελευταίες εκλογές. Η αποδόμηση αυτής της διαρκούς πολιτικής αγυρτείας είναι ευθύνη μας, και με σθένος την αναλαμβάνουμε στο έπακρο.
*Βουλευτής Α’ Αθηνών, ΜέΡΑ25