Ο φετινός χειμώνας δὲν μπῆκε μὲ καλοὺς οἰωνοὺς. Ἡ πρώτη μεγάλη νεροποντὴ τοῦ φθινοπώρου μᾶς ἔκανε ἐνωρὶς τὴν ἐπίσκεψή της. Τὸ καλοκαίρι ἀργοπέθανε. Ὁ κόσμος ἑτοιμαζόταννὰ κηδέψει τὸν πιὸ ἄστατο μήνα τοῦ χρόνου. Τὰ βαριά βήματα τῆς μοναξιᾶς ἄρχισαν νὰ σεργιανοῦν ὁλόγυρὰ μας. Τὸ νευρικὸ μας σύστημα ἄρχισε νὰ ἐρεθίζεται. Ἀκούω τὰ δελτία εἰδήσεων μὲ μιὰ ἔντονη ἔλλειψη ψυχραιμίας καὶ μὲ μιὰ ἰατρικά ἐπικίνδυνη ὀξυθυμία. Ἀκούω κάποιον πολιτικὸ στὸ «γυαλί» νὰ ἐκπέμπει ἐγερτήριο σάλπισμα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς δημοκρατίας ποὺ ἔχει πέσει –ἔτσι λέει ὁ πολιτικὸς– σὲ σάπισμα. Προσωπικὰ δὲν ἔχω καμμιὰ διὰθεση συμμετοχῆς σὲ τέτοιου εἴδους μικροεπαναστάσεις ἐνάντια στο κατεστημένο καὶ δὲν ἔχω διάθεση –λόγῳ ἡλικίας–νὰ ἀγωνιστῶ ὑπέρ μιᾶς ὑποσχόμενης καινούριας δημοκρατίας ποὺ ἐνδέχεται νὰ ἐξελιχιθεῖ, ὅπως οἱ προγενέστερες, σὲ μιὰ νέου τύπου κακοκρατία.
Τὸ καλοκαίρι μοῦ ἔδωσε πολλὲς γεύσεις ψευδαισθήσεων. Μοῦ ἐπέτρεψε νὰ ρίξω κάποιες ματιὲς στὸν παράδεισο. Μοῦ ἔδωσε κάποιες ὑποσχέσεις ἐλπίδας. Οἱ πρῶτες σταγόνες βροχῆς μὲ ἔκαναν δύσπιστο στούς ὅρμους τοῦ καλοκαιριοῦ. Καὶ ἐπιφυλακτικὸ στὶς διακηρύξεις τοῦ κάθε πολιτικοῦ. Ἔχω ἀκούσει τόσες πολλὲς στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μου! Μιὰ νέα ἐμπλοκὴ σὲ πολιτικὴ περιπέτεια ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη μου τὴν παλιὰ περιπλάνησή μου στὴ Σαχάρα, ὅταν εἶχε χαλάσει ἡ πυξίδα μου. Ἔχω ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ τὴν τρέχουσα πολιτικὴ. Τὴν θεωρῶ, ἴσως καὶ γιατὶ δὲν σκέπτομαι μὲ νεανικὸ μυαλό, σὰν μιὰ κακοσχηματισμένη ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΠΑΤΗΣ. Τὶ ἀπὸ τὰ τόσα ἠχηρὰ λόγια, τὶ ἀπὸ τὶς τόσες εὐτραφεῖς ὑποσχέσεις εἶχε ἀντίκρυσμα στὴν πράξη; Εἶναι ἀμφίβολο ἄν θὰ ἔχουμε τὴν οἰκονομικὴ ἄνεση μιᾶς ἀξιοπρεποῦς κηδείας. Ὅλη ἡ πολιτικὴ μας πορεία μοιάζει μὲ τὴν πορεία τοῦ ποντικοῦ πρὸς τὴν φάκα. Ἕνας σπουδαῖος ἱεροψάλτης μοῦ ἔστειλε κατακαλόκαιρο μιὰ ἔμμετρη πολιτικὴ σάτιρα ὑπό τὸν τίτλο: «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ». Κανείς πολιτικὸς καὶ συνδικαλιστικὸς παράγοντας δὲν γλιτώνει ἀπὸ τὸν σατιρικὸ ἑξάψαλμο τοῦ φίλου ἱεροψάλτη, ὁ ὁποῖος στὸ πρὸ τελευταῖο τετράστιχο τῆς σάτιράς του (ὑπ’ ἀριθμ. 259!) διαπορεῖ:
«Στὴν τραγική κατάσταση
ὅπου μᾶς ἔχουν φέρει
τὸ ποῦ θὰ καταλήξεουμε
ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει…».
Ἄν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι ἡ σάτιρα κυκλοφορήθηκε τὸ 2012 τώρα, ἕξι χρόνια μετά, ξέρουμε κι ἐμεῖς ποῦ θὰ καταλήξουμε, ἀφοῦ ἤδη καταλήξαμε στοῦ γκρεμοῦ τὸ χάζι. Τὸ νὰ πιστεύει κανείς ὅτι μὲ τέτοια πολιτικὴ θὰ ἀνακοπεῖ τὸ ἔπος τῆς καταστροφῆς, εἶναι σὰν νὰ κατοικεῖ στὴν ἀκρόπολη τοῦ ρομαντισμοῦ, ὅπου διανέμεται δωρεὰν τὸ ἔπος ἤ τὸ ὄπιο τῆς αἰσιοδοξίας. Ἴσως ἡ πυκνή νέφωση νὰ φέρνει μέσα μου καινούρια κύματα ἀπελπισίας. Καὶ ὁ ἠχολήπτης τῆς ψυχῆς μου νὰ πιάνει πιὸ εὔκολα τὸν μελαγχολικὸ ψίθυρο τῆς βροχῆς καὶ τὸ παιχνίδι τοῦ νεροῦ μὲ τὰ βρομισμένα ἀπό τερατώδη γκράφιτι ντουβάρια. Ἀφοῦ δὲν πρόκειτα νὰ δῶ ἕνα καλοκαίρι πολιτικό, ἀρχίζω νὰ νοσταλγώ ἕναν Ἰούνιο γεμάτο ἥλιο. Πρὸς τὸ παρὸν εἶναι τὸ μόνο εἶδος ποὺ δὲν φορολογεῖται.
Τώρα ποὺ γράφω ξεφυλλίζω μιὰ παλιά μελέτη ὑπό τὸν τίτλο «Ἡ Ἀγγλικὴ γλῶσσα σὰν φονικὸ ὅπλο». Μόλις ἔχω ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸν πρωινό μου περίπατο. Ἡ μόνη ἐξέλιξη στὴ γειτονιὰ μου εἶναι οἱ ἀγγλικὲς ἐπιγραφὲς στὰ καταστήματα. Σὲ κάποια οὐδὲν τὸ ἑλληνικόν. Ἀκόμη κι ἄν πουλᾶνε μπουγάτσες. Ὅταν δὲν μπορέσαμε πολίτες καὶ πολιτικοὶ νὰ διαφυλάξουμε τὴ γλῶσσα μας, τὸ ἱερώτερο καὶ τὸ ὡραιότερο χάρισμα τῶν προγόνων μας, πῶς θὰ ἔλθει ἡ σωτηρία; Μὲ τὴν ἀγγλογλωσσία καὶ τὴν ἀγγλογραφία; Δὲν βλέπω καινούργιο ζωογόνο ὅραμα πολιτικῆς. Εἶχα διαβάσει πρὸ ἐτῶν σ’ ἕνα λαϊκὸ μυθιστόρημα τὴν ἀκόλουθη πολιτική συνταγή: «Δῶσε στὸν κόσμο νὰ φάει χῶμα καὶ δὲν θὰ παραπονιέται γιὰ τὸ μπαγιάτικο ψωμί». Αὐτὴ ἡ πολιτικὴ θὰ ἐφαρμοσθεῖ. Ἡ καταστροφὴ τῆς Μάντρας τὸ ἐπιβεβαιοῖ.