«Αυτή η Ευρώπη είναι το όραμα του κάθε τραπεζίτη». Ετσι περιέγραφε ο Ανδρέας Παπανδρέου, το καλοκαίρι του 1992, τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, όπως διαμορφωνόταν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Το ΠΑΣΟΚ, βέβαια, υπερψήφισε (μαζί με τη ΝΔ και τον τότε Συνασπισμό) τη Συνθήκη, στη Βουλή, με το σκεπτικό της τότε ηγεσίας του, ότι η οριστική επιλογή του ευρωπαϊκού δρόμου, καθιστούσε, περίπου, υποχρεωτική και την αποδοχή της νέας πορείας. Μιας πορείας, που είχε δρομολογηθεί από το 1985, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία έμπαιναν οι θεσμικές βάσεις, για τη μετατροπή της Ευρώπης, από πεδίο διακρατικής σύμπραξης ισότιμων μελών και κοινωνικής αλληλεγγύης, σε χώρο επικράτησης των δυνάμεων της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ηταν δε τόσο ταχείς οι ρυθμοί, με τους οποίους η «ΕΟΚ των λαών», μετατράπηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση των μονοπωλίων και των χρηματοπιστωτικών ομίλων, ώστε υποχρεωθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου, στην παρέμβαση που αποτέλεσε επί της ουσίας το «κύκνειο άσμα» του, τον Οκτώβριο 1995, μετά τη Σύνοδο των Κανών, να καταγγείλλει με εκπλήσσουσα ακρίβεια, τη μετατροπή του ονείρου των Σουμάν και Μονέ, σε μια «γερμανική» Ευρώπη, με τη βαθμιαία υποκατάσταση των πολιτικών ηγεσιών από τις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς.
Αν πάμε δε πιο μακριά, θα διαπιστώσουμε ότι το σπέρμα της σημερινής Ευρώπης, που προκαλεί απώθηση στους λαούς, υπήρχε από τα πρώτα χρόνια της τότε ΕΟΚ. Φαντάζει, άλλωστε, εξαιρετικά επίκαιρη, η κριτική που είχε ασκήσει το ΠΑΣΟΚ, στη δεκαετία του ’70, προκειμένου να τεκμηριώσει την αρνητική στάση του, στην προωθούμενη, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ενταξιακή διαδικασία. Στην κριτική εκείνη, διέκρινε κανείς τα στοιχεία, που αδρά, πια, εμφανίζονται σήμερα, με την ηγεμονική παρουσία της Γερμανίας, τις εγγενείς ανισότητες, την προσαρμογή του λεγόμενου «κοινοτικού κεκτημένου» στις ανάγκες και τα συμφέροντα των χωρών του Βορρά. Είναι αλήθεια ότι στη δεκαετία του 80, υπό την πίεση των νέων κρατών-μελών του Νότου (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), του γενικότερου πολιτικού κλίματος, αλλά και της ανθούσας οικονομίας, υπήρξε κάποια άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, αλλά και μια σχετική διάχυση της ευημερίας, με αιχμή τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Ακόμη και τότε, όμως, οι επιλογές υπαγορεύονταν, σε μεγάλο βαθμό, από τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των Βόρειων χωρών, όπως συνέβαινε με τις αθρόες, επιδοτούμενες «αποσύρσεις» προϊόντων (χωματερές), που, πρωτίστως, εξυπηρετούσαν την ανάγκη να καλύψουν τα δικά τους υπεραποθέματα, ιδιαίτερα σε κτηνοτροφικά προϊόντα.