Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Ο Πιλάτος ήταν ο μόνος αρμόδιος να δικάσει τον Χριστό, γιατί σαν τόπος τελέσεως του αδικήματος παρουσιάζεται από την κατηγορία η πόλη της Ιερουσαλήμ και μάλιστα ο Ναός, όπου ο Χριστός δίδασκε συχνά τα πλήθη. Άλλωστε οι κατήγοροι μιλούν για αδίκημα εξακολουθητικό με διατοπική την πραγμάτωση του. «Ανασείει τον λαόν… από Γαλιλαίας έως ώδε» (Λουκάς 23/6). Επομένως η αποκλειστική αρμοδιότητα του Πιλάτου θεμελιώνεται αμετακίνητη στο Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Ο Πιλάτος κατά την πρόοδο της δίκης επικαλείται την επικουρική γνώμη του Ηρώδη κι αφήνει να νοηθεί ότι ήταν γραμμένη στα συνοδευτικά έγγραφα της υπηρεσιακής αλληλογραφίας του κι απαλλάσσει για δεύτερη φορά τον Χριστό από την κατηγορία της ανταρσία και του λαϊκού ξεσηκωμού. «Πιλάτος δε, συγκαλεσάμενος τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν, είπεν προς αυτούς, προσηνέγκατέ μοι τον άνθρωπο τούτον ως αποστρέφοντα τον λαόν και ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον, ων κατηγορείται κατ’ αυτού, αλλ’ ουδέ Ηρώδης ανέπεμψεν γαρ αυτόν προς ημάς» (Λουκάς 23/15). Τα «Ουδέ Ηρώδη εύρεν τούτον αίτιον» είναι σκόπιμη διπλωματική παρερμηνεία των διαθέσεων του Ηρώδη, ότι δήθεν ήταν απαλλακτικός στην ουσία της κατηγορίας, ενώ τον «ανέπεμψεν προς ημάς» φανερώνει σε αντίθεση ότι απέκρουσε ολότελα την αρμοδιότητά του και δεν δέχθηκε να γίνει δικαστής κατά παραχώρηση εξουσίας.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος πληροφορεί ότι το δικαστήριο συνήλθε σε ολομέλεια. «Συνέρχονται πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς» (Μάρκος 14/53). Σημειώνει ότι η ολομέλεια του Συνεδρίου δεν ήταν αμερόληπτη απέναντι στον κατηγορούμενο. «Οι δε αρχιερείς και όλον το Συνέδριο εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού εις το θανατώσαι» (Μάρκος 14/55, Ματθαίος 26/59) Οι επίλεκτοι λοιπόν, της χώρας, έπειτα από τις δικονομικές υποχρεώσεις του, λησμόνησαν ακόμη και τις ηθικές δεσμεύσεις της νομοθεσίας, αναφορικά με την δικαστική συνείδηση, που πρέπει πάντα να ακολουθεί τον δρόμο της ευθύτητας. «Και κρίνωσι και διακιώσωσι το δίκαιον…ου ποιήσωσιν άδικον εν κρίσει» (Δευτερ. 25/1 Λευϊτικ 19/33). «Εξελέσθυε διηρπασσμένον εκ χειρός αδικούντος αυτόν» (Ιερεμ.21/12).
Σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο, όταν το αφηγηματικό υλικό των μαρτυρικών καταθέσεων ήταν αντιφατικό έχανε την αποδεικτική δύναμή του. Χρειαζόταν τουλάχιστον δύο μάρτυρες απόλυτα σύμφωνοι στις περιγραφές τους, για να εκτιμηθούν αξιόπιστες οι καταθέσεις τους. «Επί στόματος δυο μαρτύρων στήσεται παν ρήμα» (Δευτερ. 19/15) «αγαθοί οι δυο υπέρ τον έναν» (Εκκλ. 4/9). Ιδιαίτερα για την επιβολή της ποινής του θανάτου δεν αρκούσε η κατάθεση ενός και μόνου μάρτυρα. « Ουκ αποθανείται εφ’ ενί μάρτυρι» (Δευτερ. 17/6). Ακόμη κι ο Ιώσηπος (Ιουδ. Αρχ. 4) αποδέχεται τον γνωστό κανόνα του ρωμαϊκού δικαίου, ένας μάρτυρας, ίσος κανένας μάρτυρας. «Εις δε μη πιστεύεσθω μάρτυς». «Μάρτυς εις ου μαρτυρήσει επί ψυχήν αποθανείν» (Ιουδ. Αρχ. Ιωσήπου 8/15). Ακόμη και στις σύγχρονες ποινικές δικονομίες καθιέρωσαν τον κανόνα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, έπειτα από τον μαθηματικό συλλογισμό του Μ. Ναπολέοντα. «Ένας τίμιος άνθρωπος δεν μπορεί με την μαρτυρία του να καταδικάσει ένα κακό άνθρωπο. Δυο όμως κακοί καταδικάζουν ένα τίμιο».
Οι στρατολογημένοι ψευδομάρτυρες του Καϊάφα έπεσαν σε φανερή αντίφαση, γιατί φαίνεται ότι με την βιασύνη της πρόχειρης δίκης δεν πρόλαβες να τους κατασκευάσει στέρεες και πειστικές καταθέσεις ή ήσαν ανεπίδεκτοι και δεν κατάλαβαν καλά τα λόγια του «θεατρικού» ρόλου τους. «Πολλοί εψευδομαρτύρουν κατά του Ιησού και ίσαι αι μαρτυρίαι αυτών ουκ ήσαν» (Μαρκ 14/56). Ο ένας ψευδομάρτυρας έλεγε: «Ηκούσαμεν αυτού λέγοντος ότι, εγώ καταλύσω τον Ναόν τούτον και δια τριών ημερών άλλον αχειροποίητον οικοδομήσω» (Μαρκ 14/58). Ο άλλος ψευδομάρτυρας κατέθετε πως άκουσε τον Χριστό να λέει: «Δύναμαι καταλύσαι τον Ναόν τούτον του Θεού και δια τριών ημερών αυτόν οικοδομήσαι» (Μαρκ 26/11). Το «αχειροποίητον» του πρώτου και το «δύναμαι» του δευτέρου δείχνουν πιο έντονη την όλη αντιφατική σημασία και την κακοβουλία των καταθέσεων, γιατί αργότερα στον Πιλάτο οι αρχιερείς ανέφεραν μ’ επίγνωση της πραγματικότητας ότι είπε «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι» (Ματθ. 27/65). Η αλήθεια είναι πως είπε: «Λύσατε τον Ναόν τούτον (σ.σ.: δηλαδή το σώμα του) και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (δηλαδή θα αναστηθώ, Ιωάν. 2/19). Είπε ότι θα ξαναχτίσει τον Ναό, δηλαδή το σώμα του, που ήταν κατοικία του Θεού, όταν εκείνοι θα τον γκρεμίσουν κι όχι θα τον γκρεμίσει ο ίδιος για να δείξει υλική δύναμη. Το ίδιο είχε πει για την Ανάστασή του στους μαθητές του «Πάλιν όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία» (Ιωάν.). Την Αγιότητα του ανθρώπινου σώματος δέχεται ο Παύλος (Κορινθ. Α 3/16). «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστί και το πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν». Κι ο Επίκτητος δέχεται το ίδιο. «Θεόν περιφέρεις τάλας και αγνοείς» (Διατρ. Β 8/15).
Ο Χριστός δεν επικαλείται τον πλάγιο κι ανεπίτρεπτο τρόπο εξαναγκασμού του σε ομολογία και την νομική ακυρότητα του τεχνάσματος. Λύνει θεληματικά την σιωπή του κι απαντά με ευθύτητα και συνέπεια προς τον εαυτό του και με ειλικρίνεια και καθαρότητα σκέψης, ενώ μ’ ένα απλό κι απερίφραστο «όχι» θα μπορούσε να θάψει οριστικά όλες τις άνομες ελπίδες του Καϊάφα. Η απάντηση είναι «Συ είπας» (Ματθ.26/64), που σαν εβραϊσμός σημαίνει «είναι όπως το λες, ότι είμαι ο Μεσσίας της Ιουδαϊκής αναμονής». Ο Μάρκος γράφει πως είπε καθαρά «Εγώ είμι» (14/62). Κι ο Λουκάς σε συγκερασμό αναφέρει ότι απάντησε: «Υμείς λέγετε ότι εγώ είμι» (22/41). Ο πληθυντικός «λέγετε» φανερώνει ότι πολλοί Σύνεδροι τον ρώτησαν εκτός από τον Καϊάφα, κι ότι η απάντηση έχει την έννοια «Σεις έχετε δικές σας ιδέες για το επίμαχο θέμα, πολύ διαφορετικές από τις πεποιθήσεις μου». Οπωσδήποτε η απάντηση είναι καταφατική και θεωρείται ομολογία από το δικαστήριο. Πολλοί θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ο Χριστός δέχθηκε τον όρκο. Αυτό όμως δεν είναι σωστό, γιατί ο ίδιος με την διδασκαλία του απαγορεύει γενικά τον όρκο σε κάθε περίπτωση. «Εγώ δε λέγων υμίν μη ομόσαι όλως» ( Ματθ 5/34).
Ο Χριστός είχε βαθιά επίγνωση της μεγάλης και ιερής αποστολής του να πεθάνει μαρτυρικά για να σώσει τον άνθρωπο από το βάρος της αμαρτίας και δεν μπορούσε να δειλιάσει μπροστά στα κακά και τρομοκρατημένα γερόντια του Συνεδρίου. Η θλιβερή παρουσία τους του προκαλούσε συμπόνια για τον ξεπεσμό τους. Άλλωστε ήξεραν καλά το εβραϊκό δίκαιο, που απαιτούσε «ρητή» ονομασία του Θεού για την θεμελίωση του αδικήματος της βλαστήμιας κι απέφυγε την νομική παράβαση του ανεπίτρεπτου λέγοντας: «Καθήμενοι εκ δεξιών της δυνάμεως του Θεού». Επιτρεπόταν η προφορά του Αδωνάϊ ή του Ελοΐμ, ενώ το απαγορευτικό κείμενο έλεγε: «Ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (Εξοδ. 20) και η κύρωση που ακολούθησε ήταν εξοντωτική. «Ονομάζων δε το όνομα του Κυρίου θανάτω θανατούσθω» ( Λευτικ 24/15). Το τρομερό όνομα ήταν Γιαχβέ.
Ο κακόβουλος και παμπόνηρος αρχιερέας Καϊάφας αρπάζει την ευκαιρία του αποκαλυπτικού ανοίγματος του Χριστού, σχίζει με πολύ υποκριτικό θεατρινισμό το πάνω μέρος του χιτώνα του, κατά την συνήθεια των λυπημένων Εβραίων «Διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών» (Αριθμ. 14/6). «Και τα ιμάτια υμών ου διαρρήξετε» (Λευτικ 10/6) και με προσποιητή αγανάκτηση, αλλά και νικητήριο ύφος, ερμηνεύει κακόπιστα την αποκαλυπτική διδασκαλία του Χριστού και κακοποιεί τις λεκτικές διατυπώσεις παίρνοντας θέση κατηγόρου, ενώ την κατηγορία έπρεπε ν’ αναπτύξει ευφράδης δικαστής. «Κληθέντος δε αυτού ήρξατο κατηγορών ο Τέρτυλλος» (Πραξ. 24/1).
Οι δικαστές, τυφλοί από κακία και φανατισμό, χωρίς αξιοπρέπεια και συνείδηση ευθύνης, δούλοι του πάθους και της μωρίας, απάντησαν στο ερώτημα του Καϊάφα με κοινή βουή σαν κοπάδι ανθρώπινο κι όχι με ονομαστική ψηφοφορία, όπως θα έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τη δικονομική τάξη, αρχίζοντας από τους νεώτερους, για να μη επηρεασθούν από τη γνώμη των παλαιοτέρων συναδέλφων τους. Αυτή τη θανατική καταδίκη του είχε προβλέψει ο Χριστός με την παραβολή των δολοφόνων γεωργών. «Έτσι ένας είχεν υιόν αγαπητόν, απέστειλεν αυτόν έσχατον προς αυτούς, λέγων ότι εντραπήσονται τον υιόν μου. Εκείνοι δε οι γεωργοί προς εαυτούς είπαν ότι ούτος εστίν ο κληρονόμος, δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και ημών έσται η κληρονομία. Και λαβόντες απέκτεινα αυτόν και εξέβαλον αυτόν του αμπελώνος. Τι ποιήσει ο κύριος του αμπελώνος; Ελεύσεται και απολέσει τους γεωργούς και δώσει τον αμπελώνα άλλοις» ( Ματθ 21/33).
Οι νέοι γεωργοί θα βρεθούν αργότερα ανάμεσα στο ελληνικό στοιχείο, την αξιότητα του οποίου εκτιμούσε ο Χριστός. Όταν τον επισκέφθηκαν Έλληνες είπε «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου», δηλαδή πρόβλεψε ότι η διδασκαλία του θα καλλιεργηθεί και θ’ απλωθεί με τις φροντίδες και τις ικανότητες του φτασμένου Ελληνικού πνεύματος…
Η κακοπιστία των εχθρών του Χριστού φανερώθηκες από τους ίδιους, όταν κάτω από τον Σταυρό του Γολγοθά αναγνώρισαν τα θαύματα του λέγοντας «Άλλους έσωσεν, ευατόν ου δύναται σώσαι» (Ματθ 27/42). Κι όταν μπροστά στον Πιλάτο δήλωσαν απερίφραστα πως ήξεραν καθαρά το αληθινό νόημα της προφητείας του για την Ανάσταση του: «Κύριος εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι» (Ματθ 27/63).
Ενώ μπροστά στο Δικαστήριο έπαιρναν αντίθετες παρερμηνεύτηκες θέσεις, για δήθεν γκρέμισμα του Ναού, που τους διευκόλυναν να στηρίξουν συκοφαντική κατηγορία και να πετύχουν εύκολα την παράνομη καταδίκη του σε θάνατο. «Δεινόν βολευτήριον ανόμων σκέπτεται ως δύσχρηστον τον δίκαιον Χριστόν».