Η διαχωριστική γραμμή

Με την υπογραφή και του 3ου Μνημονίου, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οι δυνάμεις του παλιού δικομματικού συστήματος, που προκάλεσαν την επιβολή των Μνημονίων και του καθεστώτος επιτήρησης, βρήκαν ένα νέο, βολικό αφήγημα.
Πως, η διάκριση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο, όχι μόνο έχει ξεπεραστεί από τα γεγονότα αλλά και, εν τέλει, ήταν τεχνητή και ανούσια. Θα ήταν έτσι, αν ως μνημόνιο, εννοούμε ένα ουδέτερο και με αμιγώς τεχνοκρατικούς όρους διαμορφωμένο «πρόγραμμα σωτηρίας». Πράγματι, από τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων, που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο (πλην ΚΚΕ και «Χρυσής Αυγής»), έχουν αποδεχθεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα, με το συγκεκριμένο χρηματοδοτικό σχήμα, μπορεί κανείς να συμφωνήσει ότι η μονοσήμαντη διάκριση, ανάμεσα σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς δεν έχει, πια, το ίδιο νόημα που είχε τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, όπως σταθερά υποστηρίζαμε και τα προηγούμενα χρόνια, αυτά που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε Μνημόνια, δεν αποτελούν ουδέτερα κείμενα, αλλά συμπυκνώνουν συγκεκριμένες πολιτικές αντιλήψεις, αλλά και ιδεολογικά ρεύματα, επί των οποίων διαμορφώνονται, όπως συνέβαινε και προ κρίσης, οι διαχωριστικές γραμμές, με τις όποιες ρεαλιστικές προσαρμογές ή μετατοπίσεις, αλλά και τις όποιες συγκλίσεις ή αποκλίσεις. Θα λέγαμε δε, ότι αυτή η, σύγχρονη αλλά και παλιά, διαχωριστική γραμμή, συνοψίζεται σε δύο λέξεις: Λιτότητα και παγκοσμιοποίηση. Εάν δούμε, λοιπόν, τις μνημονιακές πολιτικές, υπ` αυτό το πρίσμα, τότε θα δούμε ότι, πέρα από την αναγκαιότητα μιας επιλογής, που υπαγορεύεται από υπέρτερους λόγους, δεν είναι ίδια η οπτική γωνία, υπό την οποία τις προσεγγίζουν οι πολιτικές δυνάμεις. Επί παραδείγματι, ακόμη και αν, διακηρυκτικά, όλοι συμφωνούν, συμπεριλαμβανομένης και της ΝΔ, στην ανάγκη τερματισμού της, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι υπάρχει σύμπτωση ως προς το περιεχόμενο και την πρακτική εφαρμογή της. Η εμμονή, επί παραδείγματι, της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην κατά προτεραιότητα μείωση των δημόσιων δαπανών, ύστερα από όσα έχουν συμβεί τα προηγούμενα χρόνια, τι άλλο υποδηλώνει παρά εμμονή σε μια διαρκή λιτότητα, όπως την ονειρευόταν, σε ανύποπτο χρόνο, ένας πρώην πρωθυπουργός;
Η ταυτόχρονη, μάλιστα, προβολή της ανάγκης μείωσης των φορολογικών συντελεστών, αν και ακούγεται ευχάριστα στ` αυτιά, ύστερα από την υπερφορολόγηση των τελευταίων χρόνων, στην πράξη εστιάζεται, πρωτίστως, στη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, οδηγώντας, έτσι, σε μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου, υπέρ των εχόντων και, μάλιστα, σε παγκόσμια κλίμακα.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης