HSBC: Μετά την συμφωνία, η Ελλάδα σε μία νέα περίοδο σταθερότητας

Η συμφωνία κυβέρνησης – θεσμών ανοίγει τον δρόμο για την Ευρωπαϊκή ρευστότητα

Η συμφωνία κυβέρνησης και θεσμών, ανοίγει τον δρόμο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στην ελάφρυνση του χρέους, τη συμμετοχή του ΔΝΤ και τη συμμετοχή της Ελλάδας στο QE. Παρά το θετικό βήμα, με την προκαταρκτική συμφωνία ακόμα υπάρχει ερωτιματικό σχετικά με το αν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα συμφωνήσουν ΔΝΤ και Ευρώπη, είναι αρκετά για τον Μάριο Ντράγκι. Σε δελτίο της γνωστής βρετανικής τράπεζας, HSBC, επισημαίνεται ότι αν και υπάρχουν δυσκολίες, η εφαρμογή του προγράμματος είναι εμπροσθοβαρής και δεν υπάρχουν μεγάλες αποπληρωμές ομολόγων μετά τον Ιούλιο, η Ελλάδα μπορεί να  μπει σε μία νέα περίοδο σταθερότητας.

 

 Μετά από τις  συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα, μεταξύ στελεχών της τράπεζας και Ελλήνων αξιωματούχων,  όπως ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος(ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας και ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, οι συντάκτες του δελτίου, αναφέρουν ότι η προκαταρκτική συμφωνία με τους πιστωτές και η δέσμευση της Ελλάδας για τη σχετική νομοθέτηση στις 16 Μαΐου θα ανοίξουν τον δρόμο για την τελική συμφωνία στις 22ας Μαΐου!

 

Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, το πρόβλημα είναι πως προς το παρόν, η Γερμανία είναι απρόθυμη να κάνει περισσότερα για το χρέος, από όσα περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση του Eurogroup του Μαΐου 2015.

 

Επίσης τονίζεται ότι οποιαδήποτε συμφωνία για το χρέος που περιλαμβάνει μείωση της καθαρής παρούσας αξίας του ελληνικού χρέους πρέπει να περάσει από το γερμανικό κοινοβούλιο και καθώς οι γερμανικές εκλογές διενεργούνται τον Σεπτέμβριο, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια προβληματική κατάσταση για τη γερμανική κυβέρνηση. Ωστόσο, η Γερμανία είναι η χώρα που έχει πει πως για να υπογράψει την αξιολόγηση πρέπει να συμμετέχει στο πρόγραμμα το ΔΝΤ.

 

Οι επιλογές της Καγκελαρίου Μέρκελ

 

  1. Να φρενάρει τις διαπραγματεύσεις μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Κάτι που θα σήμαινει και πάγωμα της δόσης περίπου  8 δις ευρώ που χρειάζεται η Αθήνα, για να καλύψεις τις λήξεις ομολόγων του Ιουλίου (περίπου 6,3 δις. ευρώ) και το κάτι παραπάνω για την πληρωμή των οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες.

 

  1. Να αποδεχθεί και πάλι, τη συνέχιση του προγράμματος δίχως ΔΝΤ, με δέσμευση πως το ΔΝΤ θα συμμετάσχει μόλις συμφωνηθούν τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.

 

  1. Να υποχωρήσει στα μέτρα ελάφρυνσης για το χρέος, που ζητά το ΔΝΤ και η Αθήνα, αποδεχόμενη να συγκεκριμενοποιήσει τα μέτρα αυτά τόσο ώστε να μπορέσει το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα.

 

Από την πλευρά της τράπεζας, εκτιμάται ότι η Γερμανία θα προσπαθήσει  να αποφύγει, μια κατάσταση αυξημένου ρίσκου χρεοκοπίας της Ελλάδας τον Ιούλιο (ενόψει και των γερμανικών εκλογών, του Σεπτεμβρίου), ή μία περίοδο έντονης μεταβλητότητας στην αγορά και νέων ανησυχιών για πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Αυτό είναι δείκτης ότι πάμε προς την  εκταμίευση της δόσης η οποία αναμένεται να εγκριθεί στο Eurogroup της 22ας Μαΐου (ή το αργότερο στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου).

 

Το βασικό σενάριο σύμφωνα με το οποίο κινείται η  HSBC είναι πως οι δυο πλευρές θα βρουν κοινό έδαφος, να βρουν ένα σχηματισμό για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα είναι αρκετά γενικόλογος, ώστε να ικανοποιεί τη Γερμανία και αρκετά συγκεκριμένος, για να ικανοποιεί το ΔΝΤ-, κάτι που θα επιτρέψει στο ΔΝΤ να υπογράψει ένα μονοετές δάνειο διάσωσης πριν το καλοκαίρι. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αφαίρεση του όρου «αν είναι απαραίτητο» για την επιπλέον ελάφρυνση χρέους και ίσως κάποια μορφή εγγυήσεων σε ό,τι αφορά στα επιτόκια, αν και μια απλή επέκταση της περιόδου χάριτος ίσως να μην είναι αρκετή για το ΔΝΤ. Αν όμως το πολιτικό κόστος της συμφωνίας σε μέτρα θεωρηθεί υπερβολικά υψηλό για το γερμανικό κοινοβούλιο, τότε ίσως η υπόθεση καταλήξει στο δεύτερο σενάριο.

 

Η διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση χρέους συνδέεται με τη συζήτηση για τον δημοσιονομικό δρόμο της Ελλάδας μετά τη λήξη του προγράμματος, σημειώνει η HSBC. Οι προηγούμενες συμφωνίες στα Eurogroup ανέφεραν πως η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για τουλάχιστον 10 χρόνια μετά το τέλος του προγράμματος, όμως το ΔΝΤ υποστηρίζει πως αυτό δεν είναι βιώσιμο, ζητώντας πλεονάσματα 1,5% από το 2021 και ύστερα.

 

Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να θεωρηθεί πως η ευρωζώνη θα συμφωνήσει σε αυτό, δεδομένου ότι δεν θα ήταν συμβατό με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που υπέγραψε η Ελλάδα (και όλες οι χώρες της ευρωζώνης) το 2012, με το οποίο δεσμεύεται για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό μεσοπρόθεσμα (και συνεπώς ένα πρωτογενές πλεόνασμα αρκετά υψηλό ώστε να μπορεί να καταβάλει τις πληρωμές τόκων, κάτι που στην περίπτωση της Ελλάδας θα σήμαινε πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 2-2,5%). Επίσης, αυτό θα έπρεπε να τεθεί υπό διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της συζήτησης για την ελάφρυνση χρέους.

 

 

Η ΕΚΤ, το QE  και το ελληνικό χρέος

 

Μετά την επίτευξη συμφωνίας Γερμανίας και ΔΝΤ, στα πλεονάσματα και το χρέος, έρχεται η υπογραφή τη τελικής συμφωνία και η εκταμίευση της δόσης. Όμως, το ενδιαφέρον αμέσως περνά στη συμμετοχή της Ελλάδας στο QE. Δηλαδή, την πρόσβαση της Αθήνας, στην φτηνή ευρωπαϊκή ρευστότητα, από την οποία μέχρι τώρα εξαιρείται λόγο μνημονίου. Χρήματα τα οποία σε αντίθεση με τις δόσεις του προγράμματος, δεν είναι δεσμευμένα για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της χώρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιστροφή της Οικονομίας στην Ανάπτυξη.

 

Από την τράπεζα, αναφέρουν ότι η ΕΚΤ, θα μπορούσε να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσής της (QE) ακόμα και τον Ιούλιο, σύμφωνα με την HSBC, αν ολοκληρωθεί η Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) και υπάρχει συνολική συμφωνία, με το ΔΝΤ να συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης. Όμως, η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, καθώς και για δύο μήνες κατά μέγιστο μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Αυτό, καθώς η τρίτη αξιολόγηση αναμένεται να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο, το «παράθυρο» που έχει η ΕΚΤ για να αγοράσει ελληνικά ομόλογα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης ίσως είναι σχετικά μικρό.

 

Από την άλλη πλευρά, το δύσκολο του προγράμματος έχει τελειώσει. Καθώς η εφαρμογή του προγράμματος είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εμπροσθοβαρής, η τρίτη αξιολόγηση αναμένεται να είναι σχετικά ήπια και να αφορά κυρίως στην εφαρμογή των μέτρων που έχουν ήδη συμφωνηθεί. Αυτό σημαίνει πως, ακόμα και αν η ΕΚΤ δεν αγοράσει τον Ιούλιο, θα μπορούσε να αρχίσει να αγοράζει τον Οκτώβριο, υποθέτοντας πως δεν θα υπάρξουν σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή