Όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της αυξημένης θνητότητας στις ΜΕΘ με αφορμή τον πολιτικό σεισμό που είχε προκαλέσει η περίφημη μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα, μία από τις ειδήσεις της συγκυρίας ήταν πως υπήρξε εισαγγελική παρέμβαση προκειμένου όλα αυτά να διερευνηθούν.
Προφανώς, η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη, αφού μιλάμε αφενός για καταγγελίες βαριές, αφετέρου για άδικους θανάτους ανθρώπων, που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί –όπως, τουλάχιστον, λένε αρκετοί ειδικοί. Έκτοτε, το πράγμα ξεχάστηκε, η έρευνα ουδείς γνωρίζει σε ποιο σημείο βρίσκεται, αλλά το «ελληνικό παράδοξο» εντάθηκε: ενώ, δηλαδή, η πανδημία βρίσκεται σε φάση αποκλιμάκωσης σε ό,τι αφορά τα ημερήσια κρούσματα, η Ελλάδα έχει κατακτήσει μία θλιβερή πρωτιά σε θανάτους σε ολόκληρη την Ευρώπη, είτε συγκρίνουμε τα δεδομένα ανά εκατομμύριο ανθρώπους, είτε ανά εκατό χιλιάδες ανθρώπους, είτε ως αναλογία θανάτων/κρουσμάτων.
Κι όλα αυτά, ενώ πλέον η Ελλάδα δεν έχει σημαντικά περισσότερους ανεμβολίαστους άνω των 60 από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που σημαίνει ότι κάπου αλλού είναι το πρόβλημα. Βεβαίως, ακόμη και πριν τις εκκωφαντικές αποκαλύψεις της μελέτης Τσιόδρα-Λύτρα, η συζήτηση για τις ΜΕΘ είχε ανοίξει: ο καθηγητής Θόδωρος Βασιλακόπουλος είχε εξηγήσει με πολύ γλαφυρό τρόπο πώς άνοιξαν ΜΕΘ «τσάτρα-πάτρα» και αστελέχωτες, προφανώς δεν μπορούσαν να επιτελέσουν τον ρόλο που πρέπει να επιτελούν κανονικές Εντατικές.
Τις τελευταίες ημέρες, οι φωνές κι άλλων ειδικών έρχονται να αθροιστούν με τους προαναφερθέντες, ώστε να αναδειχθούν τα κακώς κείμενα στο ΕΣΥ, αλλά και τα –μοιραία για εκατοντάδες ανθρώπους- επίχειρα από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης: «πολλοί άνθρωποι χάθηκαν άδικα», έχει υποστηρίξει ο καθηγητής Εντατικολογίας στο ΑΠΘ, Ιωάννης Κιουμής, ενώ πλέον είναι καθημερινά τα «ξεσπάσμα» ενός μαχητή της «πρώτης γραμμής»: του διευθυντή της Β’ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Παπανικολάου», Νίκου Καπραβέλου.
«Αφού δεν έχουμε καταφέρει εδώ και δύο χρόνια να οργανώσουμε το ΕΣΥ, πώς περιμένετε να μειωθούν οι θάνατοι;», διερωτάται καθημερινά και δημοσίως, επιμένοντας ότι «χάνονται άδικα ανθρώπινες ζωές». Αυτά τα ευρήματα, λοιπόν, από μόνα τους φτάνουν και περισσεύουν, για να εξαχθεί ένα κρίσιμο συμπέρασμα: η ώρα της Δικαιοσύνης για τη διερεύνηση των άδικων θανάτων και των αιτιών που οδήγησαν σ’ αυτούς, δεν είναι αύριο, ούτε μεθαύριο. Είναι τώρα. Για ανθρώπινες ζωές μιλάμε, διάολε.