Από το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, όσοι επιβάτες του πλοίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» είχαν βρεθεί αρνητικοί στον κορωνοϊό έχουν μεταφερθεί σε ξενοδοχεία των Αθηνών προκειμένου να περάσουν μερικές ημέρες καραντίνας έως ότου ο ΕΟΔΥ βεβαιωθεί ότι δεν ήταν ασυμπτωματικοί φορείς ή ότι δεν «έπεσαν» στην περίοδο επώασης του ιού.
Δηλαδή, γίνεται αυτό ακριβώς που πρέπει, καθώς κάθε μέρα που θα περνούσαν οι συγκεκριμένοι επιβάτες στο πλοί, θα αυξάνονταν οι πιθανότητες να «κολλήσουν» κι εκείνοι τον κορωνοϊό. Κάπως έτσι, επειδή δόθηκε προτεραιότητα στην υγεία του καθενός τους, οι ίδιοι αναπαύονται πλέον στα ξενοδοχεία και περιμένουν να τελειώσει η καραντίνα τους.
Αντιθέτως, για τους πρόσφυγες στη Ριτσώνα, τα πράγματα είναι διαφορετικά: παρότι διαβιούν πολύ πλησιέστερα ο ένας στον άλλο και αντιστοιχούν πολύ περισσότεροι σε κάθε κοινή τουαλέτα εν συγκρίσει με το «Ελευθέριος Βενιζέλος», οι αρμόδιες Αρχές δεν επιλέγουν να «χωρίσουν» τους αρνητικούς από τους θετικούς. Δεν επιλέγουν να ανοίξουν, δηλαδή, μερικά από τα, ούτως ή άλλως κλειστά λόγω των μέτρων καραντίνας- για να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Δεν επιλέγουν, μ’ άλλα λόγια, να προστατεύσουν όσους πρόσφυγες δεν έχουν νοσήσει. Αντιθέτως, η κυβέρνηση έχει απλώς θέσει σε καραντίνα όλο τον καταυλισμό. Έχει τοποθετήσει περιμετρικά ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, ενώ όπως μας ενημέρωναν τα ρεπορτάζ ήδη από το τέλος της περασμένης εβδομάδας, «τοποθετήθηκε διπλό σύρμα και έκλεισαν όλες οι τρύπες στους φράχτες». Συμπέρασμα: ενώ στην περίπτωση του πλοίου δόθηκε προτεραιότητα στην υγεία των επιβαινόντων, ο καταυλισμός αντιμετωπίστηκε σαν «υγειονομική βόμβα» και «σφραγίστηκε» για να μην εξαπλωθεί ο κορωνοϊός στους γύρω. Και οι ζωές των διαμενόντων εντός του καταυλισμού τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα, με τις Αρχές να δίνουν έναν σύντομο, αλλά απολύτως σαφή ορισμό της «απανθρωπιάς».