Πριν μερικές μέρες με ένα φοιτητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ), συζητούσα το ενδεχόμενο αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit) και επιστροφής της στο νομισματικό καθεστώς της δραχμής. Παρόμοιες συζητήσεις έχω κάνει με πολλούς φοιτητές μου. Ο συγκεκριμένος φοιτητής ήταν αρκετά ενημερωμένος και ταυτόχρονα ανήσυχος για το μέλλον το δικό του, που άρρηκτα είναι συνδεδεμένο με τις τάσεις και τις προοπτικές της εθνικής μας οικονομίας. Ένα ερώτημα που προβλημάτιζε το συγκεκριμένο φοιτητή ήταν το εξής: Όταν το εγχώριο νόμισμα της Ελλάδας ήταν η δραχμή, με δραχμές ή με ξένο συνάλλαγμα η χώρα μας εξυπηρετούσε το εξωτερικό της χρέος; Επειδή το ερώτημα αυτό, μου το έχουν υποβάλλει κατά καιρούς πολλοί φοιτητές και διάφοροι φίλοι στο Facebook, έκρινα ότι θα ήταν χρήσιμο να αφιερώσω ορισμένα άρθρα επί του συγκεκριμένου όντως ενδιαφέροντος ζητήματος.

Ως γνωστόν, το εξωτερικό χρέος μιας χώρας αποτελείται από δύο επιμέρους μεγέθη, το «δημόσιο εξωτερικό χρέος» και το «ιδιωτικό εξωτερικό χρέος». Το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος αφορά κυρίως τις χορηγήσεις δανείων από ξένους πιστωτές στα εγχώρια τραπεζικοπιστωτικά ιδρύματα συμπεριλαμβανομένης και της Κεντρικής Τράπεζας π.χ. Τράπεζα της Ελλάδας. Ο συγκεκριμένος εξωτερικός ιδιωτικός δανεισμός γίνεται με εγγυητή το ίδιο το κράτος και στην προκειμένη περίπτωση με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Από την άλλη μεριά, το μέγεθος του «εξωτερικού δημοσίου χρέους» περιλαμβάνει τις δανειακές υποχρεώσεις του κράτους έναντι των ξένων πιστωτών του. Αυτές οι δανειακές υποχρεώσεις αφορούν την κεντρική κυβέρνηση και διαφόρους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Πριν το 2002 και όταν η δραχμή ήταν το επίσημο εγχώριο νόμισμα της χώρας, η εξυπηρέτηση του εξωτερικού μας χρέους πραγματοποιείτο με ξένο συνάλλαγμα και μάλιστα «σκληρό», όπως δολάρια, γερμανικά μάρκα, βρετανικές λίρες, γαλλικά φράγκα, κ.λπ. Επίσης, επί εποχής δραχμής, η χρηματοδότηση των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών γινόταν με ξένο σκληρό συνάλλαγμα και όχι με δραχμές.
Τα στατιστικά στοιχεία του πίνακα προέρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας και περιλαμβάνονται σε διάφορες εκδόσεις της, όπως στην Έκθεση του Διοικητή. Την περίοδο που το εθνικό νόμισμα της χώρας ήταν η δραχμή, η Τράπεζα της Ελλάδας υπολόγιζε την διαχρονική εξέλιξη του εξωτερικού χρέους τόσο σε δραχμές όσο και σε δολάρια. Η επιλογή της περιόδου 1974-1998 έγινε με βασικό κριτήριο, ότι, την 1η Ιανουαρίου του 1999 κυκλοφόρησε σε λογιστική μορφή το ευρώ (€) και μετά την χρονολογία αυτή η Κεντρική μας Τράπεζα προέβη σε ορισμένες τεχνοκρατικές αναπροσαρμογές στη μέθοδο υπολογισμού του εξωτερικού χρέους της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα, την περίοδο 1974-1998 το εξωτερικό δημόσιο χρέος της χώρας από μόλις ένα δις $ εξακοντίστηκε σε 32,1 δις $. Παράλληλα, την περίοδο αυτή το σύνολο των τοκοχρεολυτικών δαπανών εξυπηρέτησης του εξωτερικού δημοσίου χρέους από 0,222 εκτινάχτηκε στα 7,6 δις $.
Το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από τα στοιχεία του πίνακα, είναι ότι τη μακρά περίοδο 1974-1998, τόσο το εξωτερικό δημόσιο χρέος, όσο και οι δαπάνες σε τόκους και χρεολύσια για την εξυπηρέτησή του, αυξάνονταν με ταχύτατους ρυθμούς. Λαμβάνοντας υπόψη ότι την περίοδο αυτή η Ελλάδα υπέφερε από το φαινόμενο των «δίδυμων ελλειμμάτων» (the twin deficits phenomenon), δηλαδή της ύπαρξης ταυτόχρονων ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι: Από ποιες πηγές η χώρα μας εύρισκε τους πολύτιμους συναλλαγματοφόρους πόρους για την εξυπηρέτηση του συνεχώς αυξανόμενου εξωτερικού της χρέους; Με αυτό το καίριας σημασίας ερώτημα θα ασχοληθούμε στο επόμενο άρθρο μας.