Η Μέρκελ και ο Μακρόν είναι ουσιαστικά οι κερδισμένοι της μάχης για τις θέσεις ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Νικητής δυστυχώς και η πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ηττημένη η ελπίδα για μια Ευρώπη που θα ακούει περισσότερο τους πολίτες της. Η επιστροφή στην παλαιά ισορροπία του γαλλογερμανικού άξονα, οφείλεται εν πολλοίς και σε μια ομάδα ηγετών ακραία ευρωσκεπτικιστών της ανατολικής και μέσης Ευρώπης, οι οποίοι αν και δεν εκπροσωπούνται, εμπόδισαν την διαμόρφωση συναινετικών λύσεων. Αλλά και στην αναμενόμενη αποχώρηση της Μ. Βρετανίας, η οποία αν και ακόμα παρούσα , δεν ενδιαφέρεται για την επόμενη μέρα της ΕΕ.
Για να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί απαξιώθηκε η διαδικασία των υποψηφίων των πολιτικών ομάδων του ευρωκοινοβουλίου, που είχαν αναμετρηθεί και σε debate πριν από τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου. Έτσι ο σκληρός Βαυαρός Βέμπερ απορρίφθηκε ως επιλογή για την προεδρία της Κομισιόν και σε αντίποινα οι σκληροί της λεγόμενης ομάδας του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Ουγγαρία) απέρριψαν και τον σοσιαλδημοκράτη ολλανδό Τίμερμανς, όπως και την εκπρόσωπο των Πράσινων Σκα Κέλερ και των Φιλελευθέρων Φερχοφστατ.
Στον κάλαθο των αχρήστων οι κανόνες
Ουσιαστικά έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη Συνθήκη της Λισαβώνας αναφορικά με τη διαδικασία ανάδειξης νέου προέδρου της Κομισιόν. Συγκεκριμένα από το 2014 ο νέος πρόεδρος δεν ορίζεται αποκλειστικά από τους ηγέτες των 28 αλλά το κάθε κόμμα της Ευρωβουλής, πριν τις εκλογές ορίζει έναν υποψήφιο. Έτσι υπάρχει αυξημένος έλεγχος της νομοθετικής εξουσίας στην εκτελεστική και οι πολίτες έμμεσα έχουν λόγο στην επιλογή του νέου προέδρου. Η Μέρκελ όμως υπέδειξε ένα πρόσωπο δεν προτάθηκε από κανένα ευρωπαϊκό κόμμα, παραβιάζοντας, όπως δηλώνει ο Σουλτς, τη συμφωνία που υπήρχε, βασιζόμενη προφανώς στην χαλαρή διατύπωση του άρθρου 17.7 ( «να λαμβάνονται υπ’όψιν οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» στην εκλογή νέου προέδρου της Κομισιόν, δηλαδή αυτή να γίνεται από τους κορυφαίους υποψηφίους των κομμάτων – «spitzenkandidaten»).
Ο συμβιβασμός έφερε λοιπόν στις κορυφαίες θέσεις, πρόσωπα που δεν είχαν προεπιλεγεί ως υποψήφιοι.
Η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προτείνεται για τη θέση της προέδρου της Κομισιόν, η Κριστίν Λαγκάρντ για τη θέση της επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προτείνεται ο πρωθυπουργός του Βελγίου Σαρλ Μισέλ. Για τη θέση του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας προτείνεται ο Ισπανό υπουργός Εξωτερικών, Χοσέπ Μπορέλ.
Την προεδρία του ευρωκοινοβουλίου θα μοιραστούν ανά 2,5 χρόνια ο Ιταλός σοσιαλιστής Νταβίντ-Μαρία Σασόλι (ήδη εξελέγη για την πρώτη θητεία) και μετά ο Μάνφρεντ Βέμπερ.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, είναι οπαδός της σκληρής λιτότητας, το είχε δείξει άλλωστε και τα προηγούμενα χρόνια σε σχέση με την Ελλάδα. Από τη θέση βεβαίως του Προέδρου της Κομισιόν θα υποχρεωθεί σε συμβιβασμούς. Η επιλογή της Κριστίν Λαγκάρντ στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι σίγουρα μια επιτυχία του Μακρόν και μια αποτυχία για το Βερολίνο. Η Κριστίν Λαγκάρντ γνώριμη στο ελληνικό κοινό και στην ελληνική πολιτική τάξη, είναι περισσότερο πολιτικό πρόσωπο παρά οικονομολόγος. Στην χρονική στιγμή που βρισκόμαστε όμως για την ευρωπαϊκή οικονομία, ένα πολιτικό πρόσωπο είναι χρήσιμο στην ηγεσία της ΕΚΤ. Η δε επιλογή του εως χθες πρωθυπουργού του Βελγίου Σαρλ Μισέλ, για τη θέση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (στη θέση του πολωνού Τούσκ) είναι μία ακόμα ένδειξη του γαλλογερμανικού συμβιβασμού.