Eurobank: Γιατί η Ελλάδα δεν έχει βγει από τα μνημόνια!

Η μεγάλη αδικία! Η Ελλάδα είναι η χώρα που έχει πάρει τα περισσότερα μέτρα, υλοποιώντας τα περισσότερα μνημόνια, αλλά έχει δρέψει τους λιγότερους καρπούς, ενώ παραμένει σε οικονομική στασιμότητα και σε καθεστώς μνημονίων, επιτροπείας και αβεβαιότητας. Τους λόγους που παρά το άνευ προηγουμένου κοινωνικό και οικονομικό κόστος της προσαρμογής και ενώ έχουν υλοποιηθεί δεκάδες μεταρρυθμίσεις και έχει επιτευχθεί σημαντική, η Οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στη μακροοικονομική προσαρμογή εξετάζει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank σε ειδική μελέτη με τίτλο «Το κόστος της αβεβαιότητας». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι την έκθεση επιμελήθηκε ο ίδιος ο Πρόεδρος Eurobank και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Νίκος Καραμούζης και ο κ. Α. Κουλεϊμάνης, Group Strategy Eurobank Ergasias.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι η Ελλάδα συμπληρώνει σχεδόν μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, καθώς και οκτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής.
Όμως, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος στήριξης, διαφαίνεται, για πρώτη φορά μετά το 2014, ότι οι διεθνείς αγορές αλλά και οι πολίτες της χώρας αποκτούν σταδιακά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και στις πιθανότητες οριστικής εξόδου από την κρίση. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές, μετά από τρία χρόνια αποκλεισμού, με την επιτυχή έκδοση κρατικού ομολόγου πενταετούς διάρκειας.
Αν και οι Έλληνες έχουν πληρώσει ένα άνευ προηγουμένου κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής, παρά το γεγονός ότι έχει επιτευχθεί σημαντική μακροοικονομική προσαρμογή και έχουν εξαλειφθεί οι μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην κρίση, παρά την υλοποίηση δεκάδων μεταρρυθμίσεων, όπως πιστοποιείται και από διεθνείς δείκτες, η χώρα παραμένει για σειρά ετών σε οικονομική στασιμότητα και σε καθεστώς μνημονίων, επιτροπείας και αβεβαιότητας.
Το σοκ ήταν μεγάλο για την ελληνική Οικονομία και η ταχύτατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, κυρίως λόγω των μεγάλων μακροοικονομικών ανισορροπιών κατά την αρχική περίοδο της κρίσης διέκοψε βίαια την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές, επισημαίνεται στην έκθεση.
Το αποτέλεσμα ήταν η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου ανήλθε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας και κινδύνων.
Τα ερωτήματα που «καίνε»
Στην έκθεση τίθενται μία σειρά από εύλογα ερωτήματα: Γιατί η Ελλάδα παραμένει σ’ αυτή τη μειονεκτική κατάσταση; Γιατί είχε τόσο μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος η αναγκαία μακροοικονομική προσαρμογή; Γιατί οι διεθνείς αγορές, αλλά και οι πολίτες, οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές προβληματίζονται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τη δυνατότητά της να εξέλθει της κρίσης μετά από τόσα χρόνια, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε βασικές μακροοικονομικές και διαθρωτικές παραμέτρους; Γιατί οι αγορές ζητούν σημαντικά υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου για να μας δανείσουν; Και τέλος, γιατί, ενώ όλες οι άλλες χώρες που υποχρεώθηκαν σε καθεστώς μνημονίου έχουν επιστρέψει σε αναπτυξιακή τροχιά, η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται με αργούς ρυθμούς προς αυτήν την κατεύθυνση;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα φαίνεται πως είναι σύνθετη και σχεδόν συνολική. Σύμφωνα με την έκθεση, αν αποδεχθούμε ότι, στη σημερινή συγκυρία η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι ο μόνος, και ίσως όχι ο κύριος, ερμηνευτικός παράγοντας του χαμηλού ακόμη βαθμού αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομικής πολιτικής και της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές εξόδου της χώρας από την κρίση, τότε πιστεύουμε ότι η σημερινή κατάσταση, αλλά κυρίως η πορεία της χώρας στα χρόνια της κρίσης οφείλονται σε σειρά άλλων σημαντικών αλληλοεπιδρώντων παραγόντων.
Οι εν λόγω παράγοντες τροφοδότησαν διαχρονικά τη χαμηλή αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, την αβεβαιότητα, την περιορισμένη εμπιστοσύνη των αγορών και, τέλος, την ευρύτερη διεθνή δυσπιστία όλων των εμπλεκομένων στην ελληνική υπόθεση. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
-
την έντονη πολιτική αβεβαιότητα και τους κινδύνους,
-
την ασυνέπεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων και των μεταρρυθμίσεων (ιδιοκτησία προγράμματος),
-
το λάθος μείγμα πολιτικής που εφαρμόσθηκε, και
-
την απουσία ενός ελληνικής ιδιοκτησίας, πειστικού εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση ευρύτατης πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής.
Γιατί η Πορτογαλία τα κατάφερε;
Προχωρώντας σε μία σύγκριση της Ελλάδας με την Πορτογαλία που είναι μία χώρα και Οικονομία αντιστοίχου περίπου μεγέθους το αποτέλεσμα είναι δυσμενές για τη χώρα μας. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι πράγματι, παρόλο που τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει υλοποιήσει πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή σε σχέση με την Πορτογαλία, η απόδοση του Ελληνικού 10ετους κρατικού ομόλογου παραμένει περίπου 260 μονάδες βάσης υψηλότερα σε σχέση με τον αντίστοιχο Πορτογαλικό τίτλο. Επίσης, η Πορτογαλία έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, ενώ εμείς όχι, το ασφάλιστρο κινδύνου (CDS) είναι σημαντικά υψηλότερο για την Ελλάδα σε σχέση με την Πορτογαλία, κατά 266 μονάδες βάσης περίπου, και η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας από τον S&P βρίσκεται 5 βαθμίδες χαμηλότερα σε σύγκριση με την Πορτογαλία.
Συνολικά, το κόστος της χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης που αντανακλά τις εκτιμήσεις των εξειδικευμένων οίκων αξιολόγησης για τα μακροοικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα και τις προοπτικές της χώρας, μπορεί να φανεί συγκρίνοντας τις αποδόσεις του δεκαετούς ομολόγου διαφόρων χωρών με τον αριθμό των βαθμίδων που αυτές απέχουν από την πιστοληπτική διαβάθμιση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου.
Αν δηλαδή συγκριθούν οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων με την πιστοληπτική διαβάθμιση της κάθε χώρας και με πρόχειρους υπολογισμούς, με τα σημερινά δεδομένα, μία βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης χαμηλότερη αντιστοιχεί περίπου σε 40 μονάδες βάσεις υψηλότερο κόστος δανεισμού.
Παρά την πρόοδο, είμαστε 6 βαθμούς μακριά από τις επενδύσεις!
Σήμερα, η Ελλάδα απέχει 6 βαθμίδες για να επιστρέψει σε «Investment Grade», δηλαδή σε σημείο που να θεωρείται κατάλληλη για επενδύσεις. Να σημειωθεί ότι, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς παραμένει και σήμερα σημαντικά υψηλότερη από τις αντίστοιχες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, παρά τη βελτίωση των συνθηκών και προσδοκιών που έχει σημειωθεί.
Τέλος, στην περίπτωση της Ελλάδας (σε αντίθεση με την πρόσφατη εμπειρία στις ΗΠΑ, αλλά και άλλων χωρών της ευρωζώνης) η κρίση δεν προκλήθηκε από τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο. Η ελληνική κρίση ήταν προϊόν του μεγάλου δημοσιονομικού εκτροχιασμού και της απώλειας ανταγωνιστικότητας που σημειώθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.
Οι λόγοι της χαμηλής αξιοπιστίας και της αβεβαιότητας
Οι παράγοντες που τροφοδότησαν διαχρονικά τη χαμηλή αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, την αβεβαιότητα, την περιορισμένη εμπιστοσύνη των αγορών και τέλος την ευρύτερη διεθνή δυσπιστία όλων των εμπλεκομένων στην ελληνική υπόθεση. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
-
την έντονη πολιτική αβεβαιότητα και τους κινδύνους,
-
την ασυνέπεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων και των μεταρρυθμίσεων (ιδιοκτησία προγράμματος),
-
το λάθος μείγμα πολιτικής που εφαρμόσθηκε, και
-
την απουσία ενός ελληνικού πειστικού εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση ευρύτατης πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής.
Στην μελέτη γίνεται ακόμα μεγαλύτερη ανάλυση, αναφέροντας ότι πρώτον, ως έναν από τους λόγους εντοπίζεται η έντονη πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα, που επέδρασε αρνητικά στις εκτιμήσεις των αγορών, τροφοδότησαν τα τελευταία χρόνια:
-
η διαχρονική απουσία ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων γύρω από το πρόγραμμα προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων, με στόχο την οριστική έξοδο από την κρίση,
-
το διαρκές συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης με την αντιπολίτευση,
-
το μόνιμο κλίμα αντιπαλότητας με τους πιστωτές και τους εταίρους που ενίσχυσε τη δυσπιστία τους,
-
ο λαϊκισμός, η συντεχνιακή λογική, οι αδιέξοδοι πολιτικοί τακτικισμοί,
-
η άρνηση της πραγματικότητας και οι ιδεολογικές εμμονές σε μη ρεαλιστικές λύσεις,
-
το παιχνίδι με τη δραχμή, τόσο εκ μέρους τμήματος του ελληνικού πολιτικού συστήματος, όσο και από ορισμένους ευρωπαϊκούς φορείς,
-
οι συνεχείς αλλαγές κυβερνήσεων, Πρωθυπουργών και Υπουργών Οικονομικών (10 Υπουργοί Οικονομικών τα τελευταία 8 χρόνια) που υπονόμευσαν τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των διαπραγματεύσεων,
-
η εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015, που ήταν τραυματική και αποσταθεροποιητική για τους πολίτες, τις αγορές και την οικονομία, με αποτέλεσμα να τεθεί η χώρα προ σημαντικών κινδύνων, και
-
η έντονη διάσταση απόψεων μεταξύ του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών.
Δεύτερον, την αναξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής τροφοδότησε επίσης και η διαρκής ασυνέπεια που επιδείξαμε σε σχέση με την ανάληψη της ιδιοκτησίας των συμφωνηθέντων και την έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Οι αξιολογήσεις των προγραμμάτων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος, ενώ συχνά οι καθυστερήσεις ήταν σημαντικές και επιζήμιες. Πολλές φορές, η ελληνική πλευρά επεδίωξε, αντί της υλοποίησης των συμφωνηθέντων που η ίδια είχε αποδεχθεί και υπογράψει, την επίτευξη ηπιότερης εναλλακτικής λύσης μέσω πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους. Η τακτική αυτή απέτυχε παταγωδώς και τροφοδότησε τη δυσπιστία των εταίρων και των διεθνών αγορών για τις πραγματικές μας προθέσεις και στη βούλησή μας να δημιουργήσουμε μια σύγχρονη ανταγωνιστική οικονομία. Διαμορφώθηκε δε η εικόνα ότι υλοποιούμε τις μεταρρυθμίσεις και τα συμφωνηθέντα, όχι γιατί τα ενστερνιζόμαστε, αλλά γιατί μας υποχρεώνουν οι πιστωτές και γιατί δεν είχαμε άλλη εναλλακτική λύση, ενώ ενίοτε διαφωνούσαμε δημόσια για τη χρησιμότητά τους.
Τέλος επισημαίνεται ότι, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, οι ελληνικές κυβερνήσεις στη διάρκεια της κρίσης δεν ανέλαβαν πειστικά την «ιδιοκτησία» του προγράμματος και των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων. Την ίδια στιγμή, η κοινωνία αντιστεκόταν σθεναρά στις μεταρρυθμίσεις, έχοντας πειστεί από το πολιτικό σύστημα και την εκάστοτε αντιπολίτευση ότι υπάρχει ηπιότερη εναλλακτική λύση, άποψη που ενισχύθηκε περαιτέρω από τη λανθασμένη ταύτιση των μεταρρυθμίσεων με οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων.
Ως αποτέλεσμα, είμαστε ήδη στο τρίτο μνημόνιο μετά από 8 χρόνια κρίσης.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης