ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ, ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΠΩΛΗΔΕΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΑ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΤΟ ΚΟΛΠΟ
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΣΤΙΣ «ΚΑΒΑΤΖΕΣ» ΤΟΥ ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΥ ΚΥΚΛΩΜΑΤΟΣ
Πρωτοφανής στα ελληνικά χρονικά ήταν η δράση της Μαφίας των Τσιγγάνων που τα τελευταία χρόνια είχαν ρημάξει τις βίλες πλουσίων στα Βόρεια Προάστια της Αττικής και σε πολλές ακόμη περιοχές ανά την επικράτεια με τη βοήθεια αστυνομικών και ατόμων της υψηλής κοινωνίας.
Η μεγαλύτερη εγκληματική σπείρα ληστών που έχει δράσει στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια, όπως χαρακτηρίζεται από έμπειρα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ, είχε αναπτύξει τρομακτική δράση που παρέπεμπε σε «Καμόρα».
Η πολυδαίδαλη συμμορία είχε στρατολογήσει «επαγγελματίες» παραβάτες, κλεπταποδόχους υπεράνω πάσης υποψίας και «επώνυμους» πληροφοριοδότες μέσω των οποίων κατάφεραν να απλώσουν τα δίχτυα τους παντού.
Την ίδια στιγμή, διέθετε τις κατάλληλες διασυνδέσεις στους κόλπους της Αστυνομίας και έτσι κατάφερνε να δρα ανεξέλεγκτα για χρόνια χωρίς να μπορεί κανείς να τους «αγγίξει».
Κάπως έτσι έφτασαν στο σημείο να δηλώνουν άεργοι χωρίς καμία επαγγελματική δραστηριότητα αλλά να ζουν σαν βαρόνοι σε σπίτια αξίας πολλών εκατομμυρίων ενώ είχαν στην κατοχή τους αυτοκίνητα και άλλες ανέσεις που θα ζήλευαν ακόμη και εφοπλιστές.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι μόνο ένας μέρος των αμέτρητων κλοπιμαίων συνιστούν έναν αμύθητο θησαυρό.
Πάνω από 600.000 ευρώ σε μετρητά, 120 κιλά ασημιού σε ράβδους, φύλλα χρυσού, χρυσές λίρες, πλήθος χρυσαφικών – κοσμημάτων μεγάλης αξίας και περισσότερα από 60 πολυτελή οχήματα είναι μόνο μερικά από τα παράνομα αποκτήματά τους που κατέσχεσε η ΕΛ.ΑΣ.
Επιπλέον, βρέθηκαν πυροβόλα όπλα, φυσίγγια, μαχαίρια, ασύρματοι και πολύ μεγάλος αριθμός διαρρηκτικών εργαλείων, όπως κατσαβίδια, κόφτες, τροχοί κ.λπ., κινητά τηλέφωνα, πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών καθώς και ποσότητες ναρκωτικών.
Μέχρι στιγμής έχουν συλληφθεί συνολικά 41 άτομα, ηλικίας από 19 έως 66 ετών, εκ των οποίων 38 Έλληνες, 1 υπήκοος Συρίας, 1 υπήκοος Αλβανίας και 1 ομογενής από το Καζακσταν.
Ταυτόχρονα, όμως, έχουν ταυτοποιηθεί άλλα(48 άτομα για τη συμμετοχή τους στις παράνομες δραστηριότητες των οργανώσεων, οι οποίοι και αναζητούνται για να συλληφθούν, μεταξύ των οποίων και τρεις αστυνομικοί.
Για την εξάρθρωση του εγκληματικού δικτύου πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 1.000 Αστυνομικοί από διάφορες Υπηρεσίες και 37 Δικαστικοί Λειτουργοί.
Το οικονομικό όφελος του κυκλώματος εκτιμάται ότι ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί τουλάχιστον 300 υποθέσεις, όμως εικάζεται πως τα συγκεκριμένα άτομα βρίσκονται πίσω από αμέτρητες διαρρήξεις και κλοπές, που μπορεί να φτάνουν ακόμη και τις 5.000.
Ιδιαίτερη αδυναμία έδειχναν στα σπίτια πλουσίων, από τα οποία «σήκωναν» χρηματοκιβώτια, αξιοποιώντας τις πληροφορίες που διέθεταν από τους «σαλονάτους» συνεργούς τους. Πεδίο δράσης τους ήταν κατά κύριο λόγο τα Βορειαονατολικά Προάστια (Κηφισιά, Εκάλη, Νέα Ερυθραία, Άγιο Στέφανο, Πικέρμι, Ραφήνα κ.λπ.) καθώς και περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης.
Αναφορικά με τη μεθοδολογία δράσης (modus operandi ) τους, διαπιστώθηκε η παράλληλη, διαρκής και δομημένη δράση των δύο εγκληματικών οργανώσεων, καθένα από τα οποία δρούσε αυτοδύναμα και ανεξάρτητα από το άλλο. Οι δυο οργανώσεις διατηρούσαν άμεση και συνεχή επικοινωνία μεταξύ τους, αναφορικά με τους τομείς δραστηριοποίησης τους, ώστε να μη συμπίπτει χρονικά και τοπικά η δράση τους.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις επιπλοκών και συλλήψεων, τα μέλη της μίας οργάνωσης υποστήριζαν «επιχειρησιακά» τις δραστηριότητες της άλλης ομάδας.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των εγκληματικών οργανώσεων είναι η ιεραρχική δομή, η σαφήνεια ως προς την κατανομή των ρόλων των μελών τους καθώς και η αφθονία υλικοτεχνικού εξοπλισμού, όπως πλήθος οχημάτων, διαρρηκτικών εργαλείων και ασυρμάτων πομποδεκτών, που τους διευκόλυνε στην διάπραξη των κλοπών και στην αποφυγή της σύλληψής τους.
Τα κλοπιμαία τα προωθούσαν σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών», τα διέθεταν στην αγορά, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό μεγάλα παράνομα οικονομικά οφέλη, που διαμοιράζονταν με τα μέλη της οργάνωσης.
Με τον τρόπο αυτό, τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων είχαν καταφέρει να διατηρούν στη κατοχή τους, για ελάχιστο χρονικό διάστημα, τα κλοπιμαία, ώστε να μην είναι δυνατή η διασύνδεσή τους με τις κλοπές που είχαν διαπράξει, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τις έρευνες των διωκτικών Αρχών και να αποφεύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους.
Πιο συγκεκριμένα, παρακολουθούσαν τις συχνότητες του κέντρου της Άμεσης Δράσης μέσω ασυρμάτων, στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν, γνώριζαν πολύ καλά την κωδικοποίηση των σημάτων και των εντολών των ενδοασυρματικών επικοινωνιών, για τις οποίες είχαν ενημερωθεί από τους αστυνομικούς συνεργούς τους.
Παράλληλα, χρησιμοποιούσαν κατάλληλο εξοπλισμό κατά τη διάπραξη των κλοπών όπως γάντια και αυτοσχέδιες κουκούλες, με σκοπό το δυσχερή εντοπισμό αποτυπωμάτων και βιολογικού υλικού. Επιπλέον,
παραλάμβαναν τον εξοπλισμό τους (κινητά τηλέφωνα, διαρρηκτικά εργαλεία, κουκούλες, γάντια κ.λπ.) από ειδικά διαμορφωμένους χώρους, πριν από την τέλεση των διαρρήξεων ενώ επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, ενεργοποιημένες με στοιχεία άλλων ατόμων (τηλέφωνα – «φαντάσματα» ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους με κωδικοποιημένες εκφράσεις και σύνθετη ορολογία.
Ακόμη, χρησιμοποιούσαν «στόλο» οχημάτων μεγάλης ιπποδύναμης, τα οποία τα μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστα ή και ανύπαρκτα άτομα. Επιπλέον, για το δυσχερή εντοπισμό των οχημάτων τους, αφαιρούσαν πινακίδες κυκλοφορίας από άλλα οχήματα και τις τοποθετούσαν στα δικά τους, φροντίζοντας να αλλάζουν συνεχώς τα χαρακτηριστικά τους με τη χρήση μεμβρανών διαφορετικού χρώματος.
Επέλεγαν για την οδήγηση των οχημάτων τους έμπειρους οδηγούς, οι οποίοι λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης (για παράδειγμα πραγματοποίηση ελιγμών, αυξομείωση ταχύτητας κ.λπ.). Επίσης, σε περιπτώσεις εντοπισμού τους από αστυνομικούς, ακολουθούσε πάντα καταδίωξη και δεν δίσταζαν ακόμα και να εμβολίσουν τα αστυνομικά οχήματα.
Τα μέλη της δεν δίσταζαν να κάνουν αποπροσανατολιστικές κλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης, καταγγέλλοντας ψευδή περιστατικά σε σημεία, τα οποία απείχαν γεωγραφικά από την περιοχή δράσης τους.
Τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, στο πλαίσιο της παράνομης δράσης τους, αποκόμιζαν πολύ μεγάλα οικονομικά οφέλη, που τους παρείχαν τη δυνατότητα να διαβιούν σε πολυτελείς κατοικίες – μεζονέτες, σε περιοχές της Δυτικής Αττικής και της Θεσσαλονίκης και να κατέχουν υπερπολυτελή αυτοκίνητα.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία για τα – κατά περίπτωση –αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της ληστείας και των διακεκριμένων κλοπών, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, κατ’ εξακολούθηση, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, της πλαστογραφίας και της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά.
Οι «κωδικοί» και τα συνθηματικά
Ο «Σατανάς», ο «Μαραντόνα», ο «Εισαγγελέας», ο «Ράμπο», ο «Μαλλιάς», ο «Μπίλιας», ο «Ψηλός» είναι μερικά από τα προσωνύμια που χρησιμοποιούσαν οι μαφιόζοι Ρομά στις μεταξύ τους συνομιλίες, ώστε να μην αποκαλύπτουν τα πραγματικά τους ονόματα σε περίπτωση παρακολούθησης τους.
Επιπλέον, είχαν αναπτύξει έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας με συνθηματικές φράσεις όταν ήθελαν να αναφερθούν στις παράνομες δραστηριότητές τους
«Πάμε για μπάλα ή 5χ5», «πάμε για δουλειά», «πάμε βόλτα», «μπούκι», «πιριμάσκι», ήταν οι κωδικοί που σήμαιναν πάμε για κλοπή ενώ με τη λέξη «ράδιο», «ραδιόφωνο», «κασετόφωνο», «cb» εννοούσαν τον ασύρματο που είχαν στη διάθεση τους και άκουγαν την συχνότητα της Αστυνομίας. Η έκφραση «έχω Έλληνα» σήμαινε «έχω πληροφοριοδότη».
Εξάλλου, πολλές φορές μιλούσαν μια παλιά τσιγγάνικη διάλεκτο, η οποία αποκρυπτογραφήθηκε με τη βοήθεια ηλικιωμένων Ρομά που συνεργάστηκαν με τις Αρχές, λειτουργώντας ως μεταφραστές.
Αστυνομικοί-πληροφοριοδότες
Μέχρι στιγμής στη δικογραφία κατηγορούνται τρεις αστυνομικοί που φέρονται να έδιναν πληροφορίες για τις αστυνομικές επιχειρήσεις προκειμένου οι κακοποιοί να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά από τους διώκτες τους.
Ωστόσο, εκτιμάται ότι ο αριθμός των ένστολων συνεργών τους είναι μεγαλύτερος, αφού ήδη υπάρχουν ενδείξεις για τουλάχιστον άλλους επτά, των οποίων ο ρόλος ερευνάται. Παράλληλα, ανώτερος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ φέρεται να συναντήθηκε με αρχηγό της μαφίας των Κορλεόνε μια ημέρα πριν από την αστυνομική επιχείρηση για την εξάθρωσή τους, χωρίς οι αστυνομικοί που χειρίζονταν την υπόθεση να γνωρίζουν αν τους ειδοποίησε για τις επικείμενες συλλήψεις.
Ο «επώνυμος» συνεργός
Για κλεπταποδοχή κατηγορείται ο 40χρονος γνωστός-κοσμικός επιχειρηματίας Αλέξανδρος Α., ο οποίος φέρεται να παραλάμβανε μέρος των χρυσαφικών, ρολογιών και κοσμημάτων από μέλη των συμμοριών και εν συνεχεία τα πωλούσε σε κοσμηματοπωλεία και ρολογάδικα στο κέντρο της Αθήνας εισπράττοντας το τίμημα, ενώ οι αστυνομικοί εξετάζουν εάν ήταν ο πληροφοριοδότης της τσιγγάνικης μαφίας για τα σπίτια των πλούσιων «στόχων» από τα Βόρεια Προάστια. και
Ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας είχε απασχολήσει την ελληνική σόου μπιζ, με τις κατά καιρούς σχέσεις του με γνωστά μοντέλα, και την αγάπη του για τους αγώνες αυτοκινήτων και τα γρήγορα οχήματα.
Τον Νοέμβριο του 2011, ο 40χρονος μέσα στο σπίτι γνωστού μοντέλου στο Π. Φάληρο, με το οποίο διατηρούσε σχέση, είχε πυροβολήσει και τραυματίσει σοβαρά την αδερφή της στην κοιλιακή χώρα. Σε βάρος του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αλλά οι δύο πλευρές φαίνεται να έλυσαν εξωδικαστικά τις διαφορές τους.
Τον Φεβρουάριο του 2014, ένοπλοι δράστες είχαν εισβάλει στο σπίτι του επιχειρηματία στη Βούλα, είχαν ξυλοκοπήσει και βασανίσει τη μητέρα του για να τους πει που είχαν κρυμμένα χρήματα. Είχαν διαφύγει με 400.000 ευρώ και κοσμήματα αξίας περίπου 1.000.000 ευρώ.
Πασίγνωστοι κοσμηματοπώλες οι κλεπταποδόχοι
Εκτός από τον 40χρονο για κλεπταποδοχή κατηγορούνται ακόμη δώδεκα άτομα που διατηρούν καταστήματα αγοράς χρυσού.
Ανάμεσά τους βρίσκεται και πολύ γνωστός κοσμηματοπώλης στην περιοχή του Κολωνακίου που φέρεται να είναι ένας από τους αποδέκτες των κλεμμένων πανάκριβων κοσμημάτων και ρολογιών.
Ορισμένες πληροφορίες αναφέρουν πως ο κοσμηματοπώλης είτε πουλούσε τα ρολόγια και τα κοσμήματα σε πελάτες του, είτε τα διοχέτευε στο εξωτερικό, όπου έβγαιναν σε δημοπρασία.
Από τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η ΕΛΑΣ προκύπτει πως ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας έχει κάνει πολλά ταξίδια στο εξωτερικό, τα οποία χρονικά έπονται μεγάλων χτυπημάτων της «μαφίας».
Εκείνο που εξετάζεται είναι αν και οι πελάτες του γνώριζαν πως τα πολύτιμα αντικείμενα που τους προμήθευε, ήταν προϊόντα κλεπταποδοχής.







































