Δεν ξέρουμε τι ήταν εκείνο που ενόχλησε κάποιους, στην απάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης; Η προειδοποίηση ότι θα προσφύγει στις δικαστικές αρχές, αν συνεχιστεί η εναντίον του συκοφαντική εκστρατεία ή, ότι, η παράθεση των πραγματικών περιστατικών, δεν αφήνει περιθώρια για συνέχιση της σπέκουλας;
Αλλά, ας υποθέσουμε ότι τα γεγονότα ήταν όπως επιθυμούσαν οι συκοφάντες ή, έστω, οι επικριτές. Ότι, δηλαδή, ο Αγγελέτος Κανάς -τον οποίο είχε, όντως, υπερασπιστεί ο κ. Καλογήρου- δεν είχε αθωωθεί, οριστικά και αμετάκλητα, για την κατηγορία της συμμετοχής του, στον ΕΛΑ. Αλλά και ότι ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης, ήταν, πράγματι, συνήγορος του —καταδικασμένου για τρομοκρατικές ενέργειες— Κωνσταντίνου Σακκά. Τι θα σήμαινε αυτό. Ότι ένας μάχιμος δικηγόρος, που, μάλιστα, τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν είχε καμιά εμπλοκή στην πολιτική διαδικασία, δε δικαιούται να υπερασπιστεί έναν κατηγορούμενο; Αγνοούν οι επικριτές του, ότι ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, στον οποίο οι ίδιοι ομνύουν και ακολουθείται, εννοείται, στα καθ’ ημάς, επιβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης για κάθε κατηγορούμενο; Ότι, ειδικά, για πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα, που ενέχουν τον κίνδυνο επιβολής ποινών, που θα οδηγούν στη φυλακή, η ύπαρξη νομικού παραστάτη καθίσταται υποχρεωτική, γι’ αυτό και προβλέπεται ο διορισμός «εξ επαγγέλματος» υπερασπιστή, από σχετικούς καταλόγους, που καταρτίζουν οι οικείοι Δικηγορικοί Σύλλογοι, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προς τούτο διαθεσιμότητα, ειδικά όταν πρόκειται για άκρως ατιμωτικά αδικήματα, που προκαλούν αποτροπιασμό στην κοινή γνώμη; Αγνοούν ότι, ακριβώς, στη βάση των ανωτέρω, το πρόσωπο του κατηγορουμένου –ανεξάρτητα από τη φύση του αδικήματος— θεωρείται «ιερό»; Ότι, γι’ αυτό έχει απεριόριστο δικαίωμα απολογίας, ακόμη και δικαίωμα, ατιμωρητί, ψευδομαρτυρίας και ότι µόνο ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει το δικαίωμα να του απευθύνει άμεσα το λόγο;
Ακριβώς επειδή έτσι λειτουργεί το δικαιϊκό µας σύστημα, κανείς δεν έθεσε ζήτημα, γιατί διακεκριμένοι νομομαθείς µε ταυτόχρονη εμπλοκή στην πολιτική, όπως ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος, αλλά και ο νυν υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Φώτης Κουβέλης, έχουν υπερασπιστεί πρόσωπα που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, ορισμένα εκ των οποίων καταδικάστηκαν. Στο όνομα αυτών των αρχών, πρώην πρόεδροι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, απάντησαν σε επικρίσεις, ότι ήταν ασυμβίβαστη µε το αξίωμα τους, η υπεράσπιση κατηγορουμένων για εμπόριο ναρκωτικών ή του διαβόητου Ρωχάμη. Αλλά, για να επανέλθουμε στις περιπτώσεις κατηγορηθέντων ή και καταδικασθέντων, για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, μήπως θα έπρεπε να υπάρχει αντίστοιχη μομφή και για όσους προσήλθαν, να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης; Το επισημαίνουμε, γιατί έχουμε υπόψη, περίπτωση καταδικασμένου –σε βαριά ποινή— ως τρομοκράτη, µε ομολογημένο, σχεδόν, αδίκημα, αφού, κατά το κοινώς λεγόμενο, «πιάστηκε µε τη γίδα στον ώμο», δηλαδή έχοντας βόμβες στην κατοχή του. Παρά ταύτα, προσήλθαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που διετέλεσαν και υπουργοί, όπως η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Γιώργος Λιάνης. Υπήρξαν βέβαια και τότε, κάποιοι ακροδεξιοί θύλακες, που επιχείρησαν μια αντίστοιχη πολιτική σπέκουλα, αλλά ουδείς τους πήρε στα σοβαρά, αφού ξεπερνούσε τα όρια του γελοίου, η τυχόν ταύτιση των ανωτέρω πολιτικών προσωπικοτήτων, µε το φαινόμενο της τρομοκρατίας.
Όπως δε ο μάρτυρας υπεράσπισης δεν υποστηρίζει, κατ’ ανάγκη, τις πράξεις του κατηγορουμένου, αλλά προσκομίζει στοιχεία, που συνεισφέρουν σε μια πιο ήπια αντιμετώπιση του, από το δικαστήριο, κατά μείζονα λόγο και ο υπερασπιστής δεν ταυτίζεται µε τον πελάτη του…