Όσοι αμερόληπτοι ερευνητές ασχολούνται με τις υποθέσεις της ελληνικής οικονομίας, θεωρούν ότι ο αγροτικός (πρωτογενής) τομέας αποτελεί σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας. Ο αγροτικός τομέας περιλαμβάνει τους κλάδους της γεωργίας (οπωροκηπευτικά, εσπεριδοειδή, δημητριακά, κ.ά.), την κτηνοτροφία, την αλιεία και την δασοπονία. Αξιόλογες δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα όπως πτηνοτροφία, μελισσοκομία, κ.ά., συνιστούν υποκλάδους κάποιου κλάδου της αγροτικής παραγωγής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή), η συμβολή του αγροτικού τομέα στην παραγωγή του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της ελληνικής οικονομίας από 20,1% το 1970 και 12% το 1990, συρρικνώθηκε σε 3,8% το 2015.
Η καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού μας τομέα είναι εντυπωσιακή και οπωσδήποτε οφείλεται σε πλειάδα παραγόντων, όπως χαμηλή εξωστρέφεια (εξαγωγές) της ελληνικής οικονομίας, υψηλό κόστος παραγωγής, ανεπαρκές εξαγωγικό μάρκετινγκ και μάνατζμεντ από την πλευρά πολλών επιχειρήσεων, αναποτελεσματικοί αναπτυξιακοί νόμοι, λανθασμένες τραπεζικές πολιτικές στο σκέλος της χορήγησης δανείων, κ.λπ.
Για τη γνώμη μας, αποτελεί σοβαρό λάθος και παραπλανητικό επιχείρημα, να αποδίδεται η διαχρονική αποδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού μας τομέα στην πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση) το 1981. Το συγκεκριμένο θέμα είναι καίριας σημασίας και οπωσδήποτε απαιτεί ειδική ανάλυση. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας, πολλά αγροτικά προϊόντα δεν εμπίπτουν στο καθεστώς των “ποσοστώσεων” (quotas), υποδηλώνοντας έτσι ότι οι χώρες μέλη της ΕΕ έχουν αρκετούς βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση μιας ανεξάρτητης αναπτυξιακής αγροτικής πολιτικής.
Πριν μερικές μέρες (18.2.2016), η Eurostat δημοσίευσε ορισμένα στοιχεία που αφορούν τον αγροτικό τομέα των κρατών της ΕΕ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία της κτηνοτροφικής παραγωγής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2014 η Γαλλία ήταν πρώτη σε αριθμό αγελάδων με 19.271.000 ζώα, με δεύτερη τη Γερμανία με 12.742.000 αγελάδες και ακολουθούν η Μ. Βρετανία με 9.693.000 αγελάδες, η Ιρλανδία με 6.243.000 αγελάδες, η Ιταλία με 6.125.000 αγελάδες, η Ισπανία με 6.079.000 αγελάδες, κ.λπ. Ο αριθμός των αγελάδων το 2014 εκτιμάτο στην Ελλάδα μόλις σε 659.000 ζώα.
Το κλίμα δεν αιτιολογεί τον μηδαμινό αριθμό αγελάδων στη χώρα μας. Στην Πορτογαλία ο αριθμός των αγελάδων ανέρχεται σε 1.549.000 ζώα, δηλαδή υπερδιπλάσιος της Ελλάδας. Το εμφανές και λογικό συμπέρασμα που συνάγεται, είναι ότι ο απόλυτος αριθμός των αγελάδων στη χώρα μας θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 2.000.000 ζώα.
Ενθαρρυντικό είναι ότι στην ΕΕ, η Ελλάδα με 9.072.000 αιγοπρόβατα είναι τέταρτη στη σειρά μετά από τη Μ. Βρετανία (22.916.000 ζώα), την Ισπανία (15.432.000 ζώα) και την Ρουμανία (9.518.00 ζώα). Από τις αγελάδες και τα αιγοπρόβατα παράγονται κυρίως κρέας και γάλα. Το κρέας και το γάλα αποτελούν την κύρια πρώτη ύλη σε εκατοντάδες μεταποιημένα προϊόντα, όπως τυροκομικά, αλλαντικά, γλυκά, ροφήματα, σοκολατοειδή, κ.λπ. Στα δεδομένα μιας άρτιας και τεχνοκρατικά διαμορφωμένης αγροτικής αναπτυξιακής πολιτικής, ο κλάδος της κτηνοτροφίας θα πρέπει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η Πορτογαλία έχει 1.549.000 αγελάδες, γιατί η Ελλάδα να μην έχει 2 ή 3 εκατομμύρια;